Τι γνωρίζουμε για
τις συνθήκες απονομής δικαιοσύνης στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (από
τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1913) και για τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν
σχετικό ρόλο μέσα στις δικαστικές αίθουσες;
Ανατρέχοντας στον
ελληνικό τύπο της εποχής –είτε στις εφημερίδες του ελεύθερου ελληνικού
βασιλείου είτε σε ελληνόφωνες εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης,
της Θεσσαλονίκης κλπ.– μέσα από τις επιστολές των Σερραίων αναδεικνύονταν κατά
κύριο λόγο οι αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει
απαραίτητα ότι επικρατούσε ένα γενικευμένο και διαχρονικό κλίμα ανομίας.
Σε μεγάλο βαθμό η
αίσθηση της ασφάλειας δικαίου για το μέσο Σερραίο του 19ου αιώνα ποίκιλλε ανά
εποχές και βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση αφενός με τα πρόσωπα που κατείχαν τα
διάφορα πολιτικά και δικαστικά αξιώματα στην περιοχή και αφετέρου με την
εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. Δεν μπορούμε ωστόσο να παραβλέψουμε και κάποιες περιπτώσεις
απροκάλυπτων αδικιών κατά Ελλήνων κατοίκων των Σερρών είτε ως αποτέλεσμα κακής
κρίσης είτε ως απόρροια ιδιοτελών συμφερόντων.
Το Δεκέμβριο του
1857 η αθηναϊκή εφημερίδα Αιών δημοσίευσε
την από 22 Νοεμβρίου επιστολή Σερραίου, ο οποίος υπέγραφε λιτά με το αρχικό
γράμμα Α. Στην επιστολή του ο Α. αναδείκνυε μια καταφανή αυθαιρεσία των Αρχών,
που εκείνη την εποχή είχε ερμηνευτεί από την ελληνική κοινότητα της πόλης ως
σκόπιμη μεροληψία σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, πιθανότερα όμως επρόκειτο
απλά για παράδειγμα κακής διαχείρισης.
Τι είχε συμβεί;
Ύστερα από καταγγελία ενός Ισραηλίτη Σερραίου για κλοπή πήλινων αγγείων από την
οικία του, οι αρχές ερεύνησαν το σπίτι ενός Χριστιανού της πόλης, στην κατοχή
του οποίου βρέθηκε ένα πήλινο αγγείο που έμοιαζε με τα κλαπέντα. Χωρίς να έχει
βρεθεί κάποιο άλλο από τα καταγγελλόμενα ως κλοπιμαία και παρότι το
συγκεκριμένο αγγείο ήταν αρκετά συνηθισμένο (μιας και υπήρχαν πολλά παρόμοια
στις Σέρρες εκείνη την εποχή), ο άνθρωπος αυτός συνελήφθη και φυλακίστηκε χωρίς
άλλη διαδικασία.
Η λύση δόθηκε μόνο
μετά από παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών Ιακώβου, ο οποίος μάζεψε όσα παρόμοια
πήλινα αγγεία υπήρχαν στη Μητρόπολη, αλλά και ευρύτερα στην πόλη, τα έστειλε
στην τοπική Διοίκηση και αντέτεινε ότι από τη στιγμή που στο χώρο της
Μητρόπολης είχαν βρεθεί τόσα πολλά αγγεία όμοια με τα κλαπέντα, σύμφωνα με την
κρίση της Αρχής θα έπρεπε ο ίδιος να θεωρηθεί περισσότερο ένοχος από τον
συλληφθέντα και φυλακισθέντα, στο σπίτι του οποίου είχε βρεθεί μόνο ένα ίδιο
αγγείο. Τελικά, ο φυλακισμένος Σερραίος αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στο
σπίτι του!
Κάπως έτσι γινόταν
η απονομή της δικαιοσύνης εκείνα τα χρόνια, στα μέσα του 19ου αιώνα. Δεν
υπήρχαν οργανωμένα τακτικά δικαστήρια στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά
αρμόδιοι για κάθε υπόθεση ήταν ο τοπικός Καδής και το Μεζλήσι (κυβερνητικό
δικαστήριο), που αποφάσιζαν με κριτήριο την ύπαρξη τουλάχιστον δύο μαρτύρων, οι
οποίοι θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα και ψευδομάρτυρες, αρκεί να υποστήριζαν
την όποια κατηγορία.
Ο Α. περιέγραφε
τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και τη διακριτική μεταχείριση σε βάρος των
αδύναμων –ιδίως αν αυτοί ήταν και Χριστιανοί στο θρήσκευμα– στην από 18
Ιανουαρίου 1858 επιστολή του στον Αιώνα:
«Κατηγορείται
τις π.χ. διά φόνον· απαιτούνται δύο μάρτυρες, όπως αποδειχθή η ενοχή αυτού·
ενάγεταί τις επί οφειλή χρημάτων, αρκούσι δύο μάρτυρες, όπως υποχρεωθή εις την
απότισιν του απαιτουμένου ποσού, αν και πραγματικώς ουδέν οφείλη. Το περίεργον
δε και λυπηρόν συνάμα είναι, ότι και επ’ αυτοφώρω αν συλληφθή τις κακουργών,
δεν καταδιώκεται υπό της Αρχής, εάν δεν υπάρχη ο ενάγων. Εκ τούτου δ’ ευκόλως
δύνασθε να φαντασθήτε, οποία τρομερά κακουργήματα μένουσιν ατιμώρητα, και
τούτο, διότι ο μεν παθών, Χριστιανός σχεδόν πάντοτε, ή, αν ούτος ευρίσκηται ήδη
εις την άλλην ζωήν, οι συγγενείς αυτού, δεν τολμώσι να καταδιώξωσι δικαστικώς τον
κακουργήσαντα, φοβούμενοι μέλλουσαν καταδρομήν, και γινώσκοντες καλώς, ότι και
αν καταδικασθή, ελαχίστη έσται η ποινή αυτού αναλόγως του κακουργήματος· η δ’
Αρχή, αν δεν υπάρχη νταβαζής, ως συνήθως λέγουσι, ποτέ δεν αναλαμβάνει αυτή
αυθορμήτως την τιμωρίαν του εγκλήματος, διότι τοιούτοι είναι οι νόμοι οι
διέποντες το Κράτος τούτο!».
Μέσα σ’ ένα τέτοιο διάτρητο νομικό πλαίσιο μαρτυρείται από τον Α. ενδεικτικά η περίπτωση σημαντικού Οθωμανού, ο οποίος είχε δολοφονήσει ένα Χριστιανό στο Πράβι (σήμερα Ελευθερούπολη Καβάλας), αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά τη σύλληψή του, επειδή οι συγγενείς του νεκρού είχαν φοβηθεί να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να ζητήσουν την τιμωρία του δράστη.
Κι όταν όμως κάποιοι
προσέφευγαν στις αρχές, δεν ήταν ασύνηθες φαινόμενο η δραπέτευση του
καταδικασθέντα σε συνεργασία με τους φύλακες και τους ανώτερους αξιωματικούς
των φυλακών, όπου κρατείτο, αρκεί ο δράστης να ήταν Τούρκος και το θύμα
Χριστιανός. Ένα σχετικό περιστατικό ανέφερε ο Α. ότι είχε συμβεί σε χωριό της
επαρχίας Ζίχνης, όπου ένας πατέρας μετά από πολλούς κόπους κατάφερε να
εντοπίσει και να στείλει στη φυλακή το φονιά του γιου του, μόνο που ο δράσης
μετά από λίγο καιρό «δραπέτευσε», ο δε πατέρας του θύματος πέθανε στη συνέχεια από
τον καημό του!
Χαρακτηριστική περίπτωση
ανομίας ήταν και η επόμενη υπόθεση, την ίδια περίπου περίοδο. Όλα ξεκίνησαν το
Νοέμβριο του 1857, μετά το θάνατο ενός Χριστιανού στο Πετρίτσι. Ο θανών
κατέλειπε νόμιμους κληρονόμους, βρέθηκε όμως ένας Οθωμανός κάτοικος της ίδιας περιοχής,
ο οποίος προσέφυγε στον τοπικό καδή ισχυριζόμενος ότι ο αποβιώσας, όσο ζούσε,
του είχε υποσχεθεί το 1/3 της περιουσίας του!
Για τους Οθωμανούς
αποτελούσε συνήθη πρακτική η προβολή εξωφρενικά ψευδών ισχυρισμών, για την
«απόδειξη» των οποίων αρκούσαν απλά οι καταθέσεις δύο ψευδομαρτύρων, ακόμη κι
αν υπήρχαν έγγραφα (π.χ. μια διαθήκη), που καταμαρτυρούσαν το ακριβώς αντίθετο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αρχικά δεν βρέθηκαν οι απαραίτητοι ψευδομάρτυρες,
ώστε ο καδής του Πετριτσίου δικαίωσε τους εναγόμενους/νόμιμους κληρονόμους του τεθνεώτα,
στους οποίους επέδωσε και επίσημα την απόφασή του.
Αποφασισμένος όμως
εκείνος να βάλει χέρι στην περιουσία του νεκρού, μπόρεσε τελικά να βρει δυο
ψευδομάρτυρες και προσέφυγε στο Μεζλήσι των Σερρών, το οποίο αγνόησε παντελώς
την απόφασή του καδή, την ανέτρεψε και υποχρέωσε τους νόμιμους κληρονόμους ν’
αποδώσουν στον προσφεύγοντα το ένα τρίτο της περιουσίας που είχαν κληρονομήσει!
Εξάλλου στα χρόνια
της τουρκοκρατίας δεν ήταν λίγες οι καταγγελίες κατά αξιωματούχων, οι οποίοι
έκαναν όποια τρέλα τους κατέβαινε στο κεφάλι, όμως οι ίδιοι έμεναν πάντα
ατιμώρητοι και τελικά την πλήρωναν σχεδόν πάντα οι αθώοι κατόπιν πιέσεων.
Κάπως έτσι, τον
Ιανουάριο του 1858 δυο κάτοικοι του χωριού Δράτσοβο (η σημερινή Λευκοθέα)
οδηγήθηκαν στις φυλακές της Ζηλιάχοβας (η σημερινή Νέα Ζίχνη) για τον εμπρησμό
ενός σπιτιού του χωριού. Στην πραγματικότητα, η οικία είχε πυρποληθεί από το
μεθυσμένο κιρ-σιρδάρη της περιοχής, δηλαδή από τον επικεφαλής ενός σώματος
ατάκτων με σκοπό θεωρητικά τη διατήρηση της ειρήνης και ασφάλειας στην επαρχία!
Τους συλληφθέντες είχαν αναγκαστεί να υποδείξουν οι κάτοικοι του Δρατσόβου,
δηλαδή οι συγχωριανοί τους, ως αποτέλεσμα πιέσεων και βίας. Ακόμη και ο
προεστός του χωριού, που είχε κακοποιηθεί από τους άνδρες του κιρ-σιρδάρη, δεν
στάθηκε δυνατό να ομολογήσει την αλήθεια στον επίτροπο που είχε στείλει ο
μητροπολίτης Δράμας στην περιοχή, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση. Όσον
αφορά τους δυο αθώους που οδηγήθηκαν στις φυλακές της Ζηλιάχοβας αναίτια,
γνωρίζουμε ότι τελικά κατάφεραν ν’ αποφυλακιστούν προσωρινά, μόνο ύστερα από τη
μεσολάβηση ενός Σερραίου εμπόρου.
Τα περιστατικά
αυθαιρεσιών και ατιμωρησίας των κιρ-σιρδάρηδων, οι οποίοι αντί να πατάσσουν τη
ληστεία μετατρέπονταν οι ίδιοι σε ληστές, αφθονούσαν εκείνα τα χρόνια. Ο
ανταποκριτής του Αιώνα σχολίαζε
δηκτικά την αδιαφορία του Διοικητή των Σερρών, ο οποίος «ασχολείται εις πολλώ σπουδαιότερα πράγματα· διερχόμενος δηλ. την
αγοράν, και αν τις των χριστιανών λάβη την αφροσύνην να μη εγερθή της θέσεώς
του, ενώ ούτος διέρχεται, λαμβάνει την ευτυχίαν να επισκεφθή την φυλακήν. Τούτο
τωόντι συνέβη κατ’ αυτάς εις τινα συμπολίτη ημών. Ιδού λοιπόν νέος τρόπος του
επιβάλλειν σέβας και αγάπην προς τους ανωτέρους, τον οποίον υμείς αυτόθι ουδέ
φαντάζεσθε βεβαίως» (Αιών, 20.03.1858).
Ένα ακόμη
εξοργιστικό περιστατικό ανομίας με αφορμή δήθεν την πρόθεση απονομή δικαιοσύνης
την άνοιξη του 1858:
Ενώπιον του
διοικητή Θεσσαλονίκης εκκρεμούσε η δικαστική διαμάχη μεταξύ των κληρονόμων ενός
προκρίτου των Σερρών, ο οποίος είχε πεθάνει περίπου δυο χρόνια νωρίτερα χωρίς
ν’ αφήσει απογόνους. Ο διοικητής της γειτονικής πόλης ζήτησε να έρθει σ’
επικοινωνία με τη χήρα του Σερραίου προκρίτου, η οποία όμως ήταν άρρωστη και
δεν μπορούσε να ταξιδέψει μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής των Σερρών από την
πλευρά του ζήτησε από γιατρούς της πόλης να την εξετάσουν και ν’ αποφανθούν
σχετικά. Πράγματι, οι περισσότεροι επιβεβαίωσαν ότι η γυναίκα ήταν βαριά
άρρωστη έως ετοιμοθάνατη και χρειαζόταν ανάπαυση. Μόνο ένας ψευδογιατρός είχε
αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας ότι η αρρώστια ήταν προσποιητή. Ο διοικητής των
Σερρών όμως πείστηκε ότι η γυναίκα έχαιρε άκρας υγείας, εμπιστευόμενος την
κρίση του ενός και αγνοώντας τις διαγνώσεις όλων των άλλων. Κακήν κακώς εκείνη αναγκάστηκε
να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη, μόνο που στη διάρκεια του ταξιδιού... πέθανε! Ο
διοικητής Θεσσαλονίκης διέταξε βέβαια τη σύλληψη και τη φυλάκιση του ψευδογιατρού,
όμως το κακό είχε ήδη γίνει...
Ένας άλλος νόμος,
που εφαρμοζόταν καταχρηστικά από τις οθωμανικές αρχές και μάλιστα μεροληπτικά σε
βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ήταν αυτός για την κυκλοφορία στους δρόμους κατά
τις νυχτερινές ώρες «μετά φανού», δηλαδή κρατώντας ένα φανάρι, όταν ο
ηλεκτρισμός ήταν απλά ένα πολύ μακρινό όνειρο.
Οι ζαπτιέδες, όπως
ονομάζονταν οι οθωμανοί αστυνομικοί, συχνά δεν έδειχναν κανένα έλεος, όπως
συνέβη με τον πρώην δάσκαλο Δημήτριο Χρηστίδη, τον οποίο ξυλοκόπησαν και έριξαν
στις φυλακές των Σερρών, επειδή είχε συλληφθεί να κυκλοφορεί χωρίς φανάρι μια
νύχτα, τον Ιανουάριο του 1871. Οκτώ μέρες μετά τη σύλληψή του ο Χρηστίδης
βρέθηκε πνιγμένος μέσα στο φρεάτιο του τότε Διοικητηρίου, ενώ ανακρίσεις για
τις συνθήκες του θανάτου του ξεκίνησαν μόνο μετά από σειρά παραστάσεων του
Έλληνα προξένου στις Σέρρες. Φαίνεται όμως ότι δεν οδήγησαν σε κάποιο απτό
αποτέλεσμα και οι ένοχοι για το βίαιο θάνατο του πρώην δασκάλου ουδέποτε
τιμωρήθηκαν –ή τουλάχιστον δεν μαρτυρείται σε κάποια πηγή η σύλληψη και τιμωρία
τους.
Παράδειγμα
μεροληπτικής εφαρμογής του νόμου για κυκλοφορία στους δρόμους «μετά φανού»
αποτέλεσαν και οι αθρόες συλλήψεις φιλήσυχων Χριστιανών Σερραίων το βράδυ της
Μεγάλης Πέμπτης του 1880, επειδή επέστρεφαν από την εκκλησία στα σπίτια τους
χωρίς φανάρι!
Ένα παραπλήσιο καταγεγραμμένο
συμβάν έλαβε χώρα στα τέλη Ιουνίου του 1884. Σύμφωνα με ανταπόκριση στο Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως (φύλλο της
05.07.1884), όταν ένας νεαρός Έλληνας Σερραίος, που είχε συλληφθεί να
κυκλοφορεί το βράδυ χωρίς φανάρι, διαμαρτυρήθηκε στον υπαστυνόμο Μουσταφά
εφέντη ότι και πολλοί Οθωμανοί κυκλοφορούσαν χωρίς φανάρι την ίδια ώρα, η
απάντηση που πήρε ήταν ένα ανελέητο ξυλοκόπημα μπροστά στα μάτια των
διερχομένων, προτού καταλήξει κι αυτός στη φυλακή!
Κοινό
χαρακτηριστικό των περισσότερων περιστατικών, όπως εξιστορήθηκαν πιο πάνω, ήταν
η αυθαιρεσία των τοπικών αρχόντων και των αστυνομικών, δηλαδή των φορέων της
εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίοι έμοιαζαν ανέλεγκτοι και άρα καθίσταντο
ανεξέλεγκτοι.
Η οργάνωση και η
διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης άλλαξε σταδιακά μετά τις σαρωτικές
δικαστικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν επί σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ το
τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού
του μοντέλου διοίκησης με τα περίφημα Τανζιμάτ. Φαίνεται μάλιστα ότι αναφορικά
με τους δικαστικούς λειτουργούς, όταν μια υπόθεση έφτανε στο δικαστήριο, υπήρχε
μια –όχι απόλυτη, αλλά οπωσδήποτε– αυξημένη σχέση εμπιστοσύνης, κάτι που δεν
ίσχυε στον ίδιο βαθμό και για το κατώτερο προσωπικό.
Η παραπάνω
διαπίστωση συνάγεται από μια επιστολή Σερραίου, όπως δημοσιεύτηκε στο Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως στις
02.10.1882. Ο συντάκτης επαινούσε τους δικαστές, μεμφόμενος ωστόσο το κατώτερο προσωπικό
των δικαστηρίων, ενώ εισηγούταν τη λύση, που κατά τη γνώμη του θα έλυνε το
πρόβλημα: η απειλή της μετάθεσης, θεωρώντας ως πηγή του κακού τη μονιμότητα των
υπαλλήλων. Έγραφε:
«Των εν τοις δικαστηρίοις τεταγμένων οι μεν
ανώτεροι λειτουργοί φαίνονται καλώς τελούντες τα εαυτών καθήκοντα, οι δε
κατώτεροι, γραμματείς κλπ. υπ’ ολιγωτέρας εμφορούνται προθυμίας, δι’ ο και τα
εξ αυτών εξαρτώμενα έχουσιν εν πολλοίς κακώς. Αίτιον τούτου η μη μετάθεσις
αυτών επί χρόνον πολύν, εν ω πάσα μετάθεσις δικαίως γινομένη καθίστησι τους υπαλλήλους δικαιοτέρους και
φιλοτιμοτέρους· ούτω δε παύουσι τα παράπονα των εις τα δικαστήρια
προσερχομένων, και πάντες ευρίσκουσι τα δίκαια αυτών, ουχί σπανίως καταπατούμενα,
και ευλογούσι το όνομα του άνακτος».
Από την άλλη, η διαφθορά και η κατάχρηση εξουσίας δεν αποτελούσαν γνωρίσματα μόνο των Οθωμανών. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στις 17 Φεβρουαρίου 1870 η εφημερίδα Κωνσταντινούπολις είχε δημοσιεύσει επιστολή, στην οποία καταγγελλόταν ένας μη κατονομαζόμενος Χριστιανός Σερραίος, ο οποίος είχε διοριστεί παράνομα διερμηνέας στο Εμποροδικείο της πόλης, παρότι φερόταν ν’ αγνοεί την –απαραίτητη γι’ αυτήν τη θέση– τουρκική γλώσσα, και προβαίνοντας σε προφανή κατάχρηση εξουσιών ασκούσε τεράστια επιρροή στην εκδίκαση των υποθέσεων εκμεταλλευόμενος την απειρία του προέδρου του δικαστηρίου, με γνώμονα όχι την τήρηση των νόμων, αλλά τις ατομικές του συμπάθειες ή άλλα ιδιοτελή συμφέροντα.
..........................................................................................................................................
► Ένα παράδειγμα ανώτερου Οθωμανού δικαστικού λειτουργού με καλή φήμη φαίνεται ότι ήταν ο Αχμέτ βέης, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 1885 ανέλαβε καθήκοντα ανακριτή στις Σέρρες, ενώ είχε ήδη κεκτημένη την καλή μαρτυρία χάρη στην πολυετή υπηρεσία του στο δικαστήριο της πόλης. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από ένα σύντομο έπαινο με αφορμή την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, όπως δημοσιεύτηκε στην ελληνόφωνη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Φάρος της Μακεδονίας στις 14.09.1885.
► Στις 25.01.1886, στο Φάρο της Μακεδονίας δημοσιεύτηκε έπαινος προς τον πρόεδρο του Στρατοδικείου Σερρών, χιλίαρχο Αχμέτ εφένδη, ο οποίος «κινεί τον θαυμασμόν όλης της πόλεως ημών και της επαρχίας διά τε την εξιδιασμένην αυτού ικανότητα, και την διακρινομένη ομολογουμένως αυτού ευθυδικία», ώστε προβαλλόταν ως πρότυπο μίμησης.
Θετική κουβέντα
επιφύλασσε το ίδιο δημοσίευμα και για τον πρόεδρο του Εμποροδικείου Σερρών, ο
οποίος «χέει αείποτε φως εν ταις τυχόν
εσκοτισμέναις υποθέσεσι και δικαιοσύνην εν ταις κρίσεσιν αυτού» σε
αντιδιαστολή με τους προέδρους και αντιπροέδρους «των άλλων γνωστών τμημάτων του Δικαστηρίου Σερρών», για τους
οποίους ο συντάκτης ευχόταν «βελτίωσιν».
► Σ’ αυτά ας προσθέσουμε έναν έπαινο και προς τον αντιπρόεδρο του ποινικού τμήματος του δικαστηρίου, Χαλήλ εφένδη, ο οποίος ήταν «εις των δραστηρίων υπαλλήλων και των γινοσκόντων καλώς την τε Ποινικήν Δικονομίαν και τους νόμους, ων την εφαρμογήν αυτών αείποτε επιδιώκει» (Φάρος της Μακεδονίας, 26.03.1886).
► Μιας και βρισκόμαστε στο 1886 και γίνεται περί δικαστικών λειτουργών ο λόγος, ένα ακόμη όνομα δικαστή: το Μάρτιο της χρονιάς αυτής νέος δημόσιος κατήγορος στην αντεισαγγελία των Σερρών τοποθετήθηκε ο Χουσνή εφένδης με καταγωγή από τη Λάρισα.
► Μια σημαντική εξέλιξη τον ίδιο μήνα (Μάρτιος 1886): το δικαστήριο της πόλης ανακοίνωσε ότι εφεξής θα επιτρεπόταν στους μη μουσουλμάνους και σε όσους αγνοούσαν την τουρκική γλώσσα να επιδίδουν σ’ αυτό έγγραφα γραμμένα στις δικές τους γλώσσες (ελληνικά, βουλγαρικά και γαλλικά για τους Ισραηλίτες), τα οποία στη συνέχεια θα μετέφραζε στα τουρκικά ο επίτιμος διερμηνέας της οθωμανικής κυβέρνησης, Χρ. Καρακόζης (ή ορθότερα Καραγκιόζης, κατά πάσα πιθανότητα ο μετέπειτα γνωστός δικηγόρος).
► Στο Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως της
04.06.1886 δημοσιεύτηκαν παράπονα κατά του καδή, ο οποίος απαιτούσε απ’ όσους
Χριστιανούς είχαν δικαστικές διαφορές με Οθωμανό να εμφανίζουν ως μάρτυρες μόνο
Οθωμανούς και όχι ομόθρησκούς τους!
► Στις 22 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1892, ημέρα Κυριακή, πραγματοποιήθηκε η πανηγυρική θεμελίωση του νέου Διοικητηρίου των Σερρών. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής (Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως 04/16.07.1892) η αγορά του γηπέδου για την ανέγερση του κτιρίου είχε κοστίσει 535 τουρκικές λίρες.
Τα εγκαίνια του
κτιρίου πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 1898 στα πλαίσια των εορτασμών για
την επέτειο αναρρήσεως του σουλτάνου στο θρόνο. Το τηλεγράφημα, που ανακοίνωνε
το γεγονός των εγκαινίων στο οθωμανικό υπουργείο Εσωτερικών, είχε ημερομηνία 19
Αυγούστου 1314 (σύμφωνα με το μουσουλμανικό ημερολόγιο).
Λέγεται ότι το
Διοικητήριο, ένα από τα ωραιότερα και λίγα σωζόμενα κτίρια της οθωμανικής
περιόδου, είχε σχεδιάσει ο σπουδαίος Έλληνας αρχιτέκτονας Ξενοφών Παιονίδης από
τη Χαλκιδική. Φιλοξένησε τα δικαστήρια των Σερρών μέχρι το 1960, οπότε έγινε η
μετεγκατάστασή τους στο κτίριο των παλιών φυλακών, όπου βρίσκονται μέχρι
σήμερα.
► Στις 25.06.1893 ο Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως ενημέρωνε ότι νέος αντεισαγγελέας του Πρωτοδικείου Σερρών είχε διοριστεί ο Ριζκουλλάχ εφέντης, μετατιθέμενος από την Τρίπολη της Συρίας (σήμερα Λιβάνου).
► Σε μια σπάνια κίνηση ενδελεχούς έρευνας, το Δεκέμβριο του 1896 το οθωμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης διέταξε τη διενέργεια επί τόπου ανακρίσεων μετά από τη διατύπωση παραπόνων κατά του εισαγγελέα του δικαστηρίου Σερρών.
► Στην εφημερίδα Κωνσταντινούπολις της 12.06.1901 διαβάζουμε ότι «Ο δικαστικός επιθεωρητής των νομών Αδριανουπόλεως και Θεσσαλονίκης ανεκοίνωσεν αρμοδίως την ανάγκην της ανεγέρσεως εκ νέου των φυλακών Σερρών ένεκα του ετοιμορρόπου, του στενοχώρου και του ανθυγιεινού των παλαιών».
Στην
πραγματικότητα, οι προεργασίες για την ανέγερση νέων φυλακών στις Σέρρες είχαν
ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Ο ερευνητής Emre Kolay εντόπισε στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης στοιχεία
που αποκαλύπτουν ότι για πρώτη φορά είχε ζητηθεί να γίνει προσδιορισμός
αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και σύνταξη προϋπολογισμού για την εκτέλεση του
έργου στις 17 Ιουνίου 1899. Η ανέγερση των φυλακών ωστόσο θα ξεκινούσε μόλις το
Μάρτιο του 1907· η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς,
η δε μεταφορά των κρατουμένων πραγματοποιήθηκε μόλις στις 2 Μαΐου 1908.
► Διορισμοί νέων δικαστικών λειτουργών σε διάφορα δικαστήρια του σαντζακιού των Σερρών τον Ιούνιο του 1903:
- στο Μελένικο
πρόεδρος του Πρωτοδικείου διορίστηκε ο Αλή Ριζά εφέντης και αντεισαγγελέας ο
Αλή Βαχρή εφέντης·
- στη Ζίχνη νέος
πρόεδρος του Πρωτοδικείου τοποθετήθηκε ο Χαφίζ Μεχμέδ εφέντης·
- νέος πρόεδρος
του Πρωτοδικείου του Δεμίρ Ισσάρ ορίστηκε ο μέχρι πρότινος α΄ ανακριτής του Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης, Νεκιγιουδδίν.
► Το Μάρτιο του 1908, ένα μέλος του ποινικού δικαστηρίου των Σερρών, ο Σαμουήλ εφέντη Ισραήλ, αρραβωνιάστηκε την κόρη του αντισυνταγματάρχη Ναχούμ βέη, Εστέρ. Από το όνομα συνάγεται ότι ο δικαστής είχε ισραηλιτική καταγωγή, η οποία φαίνεται ότι εκείνη την περίοδο δεν αποτελούσε εμπόδιο για ένα δικαστικό λειτουργό στην οθωμανική αυτοκρατορία.
► Στις αρχές του 1910, οι δικαστικές και οι πολιτικές αρχές των Σερρών υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους διαμαρτυρόμενοι για τη συμπεριφορά του υποπρόξενου της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη.
Τι είχε συμβεί;
Στη 1/14 Ιανουαρίου ο υποπρόξενος είχε έρθει στις Σέρρες προσκομίζοντας έγγραφη
διαταγή του νομάρχη Θεσσαλονίκης με σκοπό να παραλάβει ένα Γερμανό υπήκοο, παρότι
γεννηθέντα στο Λουξεμβούργο, κάποιον Leon Ruspert, ο οποίος εργαζόταν στις Σέρρες ως βαφέας
κτιρίων και δυο μέρες νωρίτερα είχε τραυματίσει σοβαρά τον αστυνομικό Ισμαήλ
εφέντη με όπλο.
Το συμβάν είχε
λάβει χώρα στην οικία του δράστη, την ώρα που η αστυνομία τον ανέκρινε για τη
δολοφονία κάποιου Αλέξανδρου εφέντη στη Νιγρίτα. Ωστόσο ήταν ο σοβαρός
τραυματισμός του αστυνομικού που εξόργισε τους Τούρκους της πόλης. Διοργανώθηκε
συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, ενώ η παραίτηση των δικαστικών και των υπόλοιπων πολιτικών
αρχών αποτέλεσε το αποκορύφωμα, που απέτρεψε τελικά την παράδοση του δράστη στο
γερμανικό προξενείο.
H δίκη του Leon Ruspet πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Σερρών λίγες
μέρες αργότερα, στις 9/22 Φεβρουαρίου 1910, οπότε ο Γερμανός υπήκοος καταδικάστηκε
σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Καταγγέλθηκε ωστόσο ότι δεν είχε προηγηθεί η
–απαραίτητη και εκ του διεθνούς δικαίου απορρέουσα– σχετική ειδοποίηση από τις
αρχές, ώστε στη δίκη του δεν παρέστη κάποιος αντιπρόσωπος του γενικού
γερμανικού προξενείου της Θεσσαλονίκης ούτε έστω ο Γεώργιος Ζλάτκος, ο οποίος
εκτός από υποπρόξενος της Αυστροουγγαρίας στις Σέρρες αντιπροσώπευε επίσης τα
συμφέροντα των Γερμανών υπηκόων στην περιοχή και διαμαρτυρήθηκε επίσημα γι’
αυτήν την όχι και τόσο αθώα παράλειψη.
► Την εποχή εκείνη, πρόεδρος του Ποινικού Πρωτοδικείου Σερρών ήταν ο Ασάφ βέης. Σύμφωνα με την εφημερίδα Αστήρ της Θεσσαλονίκης (15.01.1910) ήταν ένας άνδρας «τιμιωτάτου και ακεραίου χαρακτήρος, επί πλέον δε νομομαθέστατος» και εκτελούσε «μετά προθυμίας και άκρως επιμελημένης αόκνου εργασίας τα προς την Δικαιοσύνην καθήκοντα».
Στον αντίποδα ο
πρόεδρος του Πολιτικού Δικαστηρίου των Σερρών, ο Χαζίμ εφέντης, «όστις παν άλλο ή το καθήκον πράττει»,
συγκαταλεγόταν σ’ εκείνους τους υπαλλήλους της οθωμανικής κυβέρνησης, οι οποίοι
εξακολουθούσαν «την παλαιάν των τέχνην
μεταχειριζόμενοι ως κόσκινο, εις το οποίον καθορίζεται όχι η Δικαιοσύνη και η
Ισότητα, αλλ’ η ραθυμία, αμέλεια και όλα εκείνα τα μελανά χαρακτηριστικά της
απολυταρχικής αποτροπαίου εποχής», υπονοώντας την περίοδο πριν την
επανάσταση των Νεότουρκων.
Μάλιστα ο
συντάκτης ζητούσε από την αρμόδια επιτροπή να εκκαθαρίσει «τοιούτους ανοικτούς ακόμη λογαριασμούς της αυθαιρέτου απολυταρχίας,
τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον, ως μανθάνομεν αμφότερα τα Πρωτοδικεία των Σερρών, άπερ
υπάγονται κατ’ έφεσιν εν τη πόλει μας [σ.σ. τη Θεσσαλονίκη], πρόκειται να
χρησιμοποιηθώσι και ως Εφετεία των πρωτοδίκων εν Σέρραις αποφάσεων».
► Στο μεταξύ, από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας Αστήρ της Θεσσαλονίκης την ίδια περίοδο (αρχές 1910) μαθαίνουμε ότι ένας από τους δικαστές του Πρωτοδικείου Σερρών ήταν και ο «διαπρεπής» Χρ. Γεωργιάδης, ο «πλείστας υπηρεσίας παρασχών και τω Κράτει και τω Γένει ημών».
Σίγουρα υπήρχαν και άλλοι Έλληνες δικαστές στην περιοχή των Σερρών, όμως δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός των ονομάτων τους. Ο πιο γνωστός είναι ο Αριστείδης Οικονομίδης, ο οποίος φέρεται να έγινε δικαστής γύρω στα 1892 και αποτέλεσε τον πρώτο κρίκο μιας οικογένειας νομικών, που ασχολούνται με τη δικηγορία μέχρι σήμερα.
Εξάλλου γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον ένας από τους παρέδρους στο Εμποροδικείο Σερρών τις παραμονές των βαλκανικών πολέμων ήταν Έλληνας και ονομαζόταν Δ. Τσολακίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου