Μικρές και μεγάλες ειδήσεις από την περιοχή των Σερρών το 1880

-- Στις 7/19 Φεβρουαρίου 1880, 60 Βούλγαροι λησταντάρτες εισέβαλαν στο Σουμπάσκιοϊ (σήμερα Νέο Σούλι) και λεηλάτησαν την οικία του Βασίλειου Βαγιονά, τον οποίο απήγαγαν στα βουνά.

-- Στις 12/24 Φεβρουαρίου, ημέρα Τρίτη, μεγάλη αναστάτωση προκάλεσε η ξαφνική εμφάνιση μέρα μεσημέρι 60 κομιτατζήδων στους λόφους βορειοανατολικά της πόλης των Σερρών. Προς καταδίωξή τους στάλθηκε ο χιλίαρχος συνοδευόμενος από 20-25 ζαπτιέδες, οι οποίοι περιορίστηκαν στην ανταλλαγή πυροβολισμών, σύντομα όμως τράπηκαν σε φυγή με τους κομιτατζήδες να τους καταδιώκουν. Οι τελευταίοι έφτασαν μέχρι τον λόφο πάνω από το προάστειο των αγίων Αναργύρων, απ’ όπου πυροβολούσαν με όπλα τύπου μαρτίνι προς τη μεριά της πόλης και προκαλούσαν τους Τούρκους βρίζοντάς τους, οι δε σφαίρες έφτασαν μέχρι τον μητροπολιτικό ναό των αγίων Θεοδώρων!

Το περιστατικό, που κατατρόμαξε τους Σερραίους, διήρκεσε τρεις περίπου ώρες (από τις 9 έως τις 12 τουρκική ώρα). Οι κομιτατζήδες παρέμειναν στην ίδια θέση για ακόμα μία ή δύο ώρες και στη συνέχεια επέστρεψαν στους λόφους βορειοανατολικά της πόλης. Ελλείψει άλλης στρατιωτικής δύναμης, η Διοίκηση όπλισε εκ του προχείρου 200 Κιρκάσιους και άλλους πρόσφυγες, οι οποίοι φύλαγαν το προάστειο των αγίων Αναργύρων από ενδεχόμενη νυχτερινή εισβολή, ενώ ζητήθηκε και η αποστολή στρατού από τη Θεσσαλονίκη.

-- Ουδείς ανταποκριτής ελληνικής εφημερίδας δέησε να γράψει το παραμικρό για την περιπέτεια του Δημητρίου Μαρούλη, που λίγο έλειψε να έπεφτε κι αυτός θύμα απαγωγής. Ό,τι γνωρίζουμε προέρχεται από ξένες εφημερίδες.

Στις 12/24 Φεβρουαρίου ο Μαρούλης κατευθυνόταν σ’ ένα λόφο γειτονικό της πόλης των Σερρών, για να επιβλέψει την ανέγερση του μνημείου προς τιμήν του καθηγητή Alfred Gilliéron, όταν ξαφνικά περικυκλώθηκε από οπλισμένους ληστές. Χάρη όμως στη μεσολάβηση ενός εργάτη, ο Μαρούλης αφέθηκε σύντομα ελεύθερος να γυρίσει στο σπίτι του, με την υπόσχεση ότι θα έδινε στους ληστές χρηματικό ποσό, που αντιστοιχούσε σε 2.500 γαλλικά φράγκα, για ρουχισμό.

-- Εκείνες τις μέρες (γύρω στις 12 με 14 Φεβρουαρίου, π.η.), οι αντάρτες έστειλαν επιστολή στον μητροπολίτη Σερρών εκβιάζοντάς τον να συγκεντρώσει 5.500 λίρες από συγκεκριμένους πολίτες, τους οποίους ανέφεραν ονομαστικά, υπό την απειλή του θανάτου. Την επιστολή υπέγραφε ο Κώστας Κούκος βοεβόδας, η σφραγίδα του οποίου έγραφε στα βουλγαρικά «του Μακεδονικού στρατού σφραγίδα αρχηγού επιτελείου 1878». Ακολούθησε και δεύτερη απειλητική επιστολή (μάλλον στις 15/27.02), χωρίς φυσικά να ικανοποιηθεί το αίτημά τους.

-- Στις 25 ή 27 Φεβρουαρίου (π.η.) ο Κούκος επανεμφανίστηκε στη Ζηλιάχοβα επικεφαλής συμμορίας 70 ανδρών. Εκεί πυρπόλησαν το σπίτι του αγά Μουχαρέμ βέη, από τον οποίο είχαν ζητήσει χρήματα χωρίς ανταπόκριση, ενώ προσπάθησαν ανεπιτυχώς να διαρρήξουν το διοικητήριο της πόλης. Ακολούθησε συμπλοκή κατά την οποία ένας ληστής σκοτώθηκε, τουλάχιστον ένας ακόμη τραυματίστηκε (ο κατά κάποιον τρόπο συναρχηγός ονόματι Μήλιος, ο οποίος την επομένη εξέπνευσε), ενώ υπήρχαν πληροφορίες και για έξι με επτά τραυματίες Τούρκους. Η συμμορία του Κούκου έστειλε και εδώ απειλητική επιστολή ζητώντας ως λύτρα 1500 λίρες.

-- Εν τω μεταξύ τον Φεβρουάριο οι Τούρκοι της Προσοτσάνης οργάνωσαν επιθέσεις κατά των βουλγαρικών συμμοριών στην Γκόρνιτσα. Σε μία συμπλοκή οι άνδρες του Μεχμέτ αγά σκότωσαν επτά ληστές, ενώ τον ίδιο μήνα οι Τούρκοι της Προσοτσάνης εξαπέλυσαν και δεύτερη επίθεση με αφορμή ένα γάμο στην Γκόρνιτσα, αιφνιδιάζοντας τους μεθυσμένους βοεβόδες και σκοτώνοντας 5-6, ένας εκ των οποίων ήταν και ο αρχηγός τους, ο Στογιάννης.

-- Όμως δεν ήταν όλοι οι κομιτατζήδες ληστές (όπως και ούτε όλοι οι ληστές ήταν βεβαίως κομιτατζήδες). Υπήρχαν κι εκείνοι που πήγαιναν από χωριό σε χωριό και προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τους απλοϊκούς χωρικούς με χονδροειδή ψέματα, όπως ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε καθαιρεθεί και στη θέση του εξελέγη ένας Βούλγαρος, προκειμένου να τους προσελκύσουν στη σχισματική βουλγαρική εκκλησία –σύμφωνα με επιστολή από τις Σέρρες, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πρωία στις 10.03.1880.

-- Δεν ήταν μόνο οι ληστές και οι πανσλαβιστές που ανησυχούσαν τους Σερραίους, αλλά και η οικονομική κρίση που μάστιζε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία. Ο ανταποκριτής του Τηλέγραφου έκανε εκτενή αναφορά στην κατά 50% αιφνιδιαστική υποτίμηση των πενταριών της τουρκικής λίρας από τα 5 στα 2 ½ γρόσια, με τις φτωχότερες τάξεις να πληρώνουν το μεγαλύτερο βάρος.

-- Στις 21 Μαρτίου/2 Απριλίου εξήντα Βούλγαροι ληστές εισέβαλαν και πάλι στο Σουμπάσκιοϊ, όπου προέτρεψαν τους χωρικούς να τους βοηθήσουν στην εκπλήρωση του σκοπού τους, ενώ απήγαγαν κι έναν κάτοικο του χωριού.

-- Στις 25 Μαρτίου/6 Απριλίου, οι ίδιοι ληστές απήγαγαν πέντε κατοίκους της Τοπόλιανης (σήμερα Χρυσό) και τους μετέφεραν στα βουνά, όπου τους κράτησαν επί δώδεκα ημέρες με αντίτιμο την καταβολή τετρακοσίων λιρών ως λύτρα.

-- Την ίδια μέρα οι αρχιληστές Κώτσιος Λιούτας και Γ. Κρεμενλής εισήλθαν στο Μελένικο και άρπαξαν από το κέντρο της πόλης μια νύφη, τη Μήτσα Τζεβελέκη Αικατερίνη, την οποία μετέφεραν στα βουνά ζητώντας 200 λίρες.

-- Στις 5/17 Απριλίου άγνωστος αριθμός ληστών εισέβαλε στο χωριό Κούτσια (σήμερα Ευκαρπία) κοντά στη Νιγρίτα λεηλατώντας στην κυριολεξία την οικία ενός από τους πλουσιότερους κατοίκους του, του Ακριβού. Την επόμενη μέρα η ίδια συμμορία επιτέθηκε σε άλλο ελληνόφωνο χωριό της Νιγρίτας και απήγαγε έναν πλούσιο κάτοικό του, το Μανωλάκη, μαζί με τον γαμπρό και την εγγονή του, τους οποίους άφησαν ελεύθερους μόνο μετά την πληρωμή αδρών λύτρων.

-- Στις 10/22 Απριλίου, ληστές οργάνωσαν επιδρομή στο Σαρμουσακλή (Πεντάπολη), έπιασαν τους πλουσιότερους κατοίκους του και τους απελευθέρωσαν μόνο μετά την καταβολή πεντακοσίων λιρών ως λύτρα. Με αφορμή το περιστατικό αυτό οι αρχές καταδίωξαν τους ληστές και ακολούθησε συμπλοκή στη μονή Τιμίου Προδρόμου παρόντος του αντιστράτηγου Ασάφ πασά. Ενώ όμως αρχικά ο στρατός φάνηκε να έχει το πάνω χέρι σκοτώνοντας πέντε ληστές και συλλαμβάνοντας άλλους δύο, γύρω στις 3 η ώρα τη νύχτα, όσο οι στρατιώτες κατέλυαν στο μοναστήρι, οι ληστές επιτέθηκαν στο Σουμπάσκιοϊ και απήγαγαν δώδεκα προκρίτους του χωριού.

-- Στις 11/23 Απριλίου, ληστές επέδραμαν στο Καβακλή (σήμερα Λευκώνας) και απήγαγαν έναν μυλωνά αλβανικής καταγωγής.

-- Την επομένη, μια επιδρομή στο Νεοχώρι κατέληξε στην πυρπόληση του αγροκηπίου του Σαλή αγά. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ληστές συνόδευσαν τις επιθέσεις τους με αποστολή απειλητικών επιστολών για την καταβολή λύτρων.

-- Εν τω μεταξύ στις αρχές Απριλίου, εν μέσω έξαρσης των ληστρικών επιθέσεων, έγινε γνωστή η αντικατάσταση του μουτεσαρίφη Σερρών από τον Εμίν εφένδη, που είχε υπηρετήσει σ’ αυτό το αξίωμα και παλιότερα. Τον ίδιο μήνα νέος στρατιωτικός διοικητής Σερρών διορίστηκε ο Χασάν πασάς.

-- Γενικότερα τον Απρίλιο εκδηλώθηκε μια πιο δυναμική αντεπίθεση του τουρκικού στρατού, ο οποίος άρχισε να σημειώνει σημαντικές επιτυχίες κατά των ληστανταρτών. Για παράδειγμα, σε συμπλοκή με τη συμμορία του Κρεμενλή κοντά στο Δεμίρ Ισσάρ στις 20 Απριλίου/2 Μαΐου, πολλοί ληστές έχασαν την ζωή τους.

Στις όποιες θετικές εξελίξεις φαίνεται ότι συνέβαλε η αυτοπρόσωπη παρουσία του στρατιωτικού διοικητή Ασάφ πασά στις συμπλοκές, όπως και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στις Σέρρες από τον Γενικό Διοικητή –διακόπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επικοινωνία των πανσλαβιστών με τους αντάρτες.

-- Όμως η επιβολή στρατιωτικού νόμου είχε και πολλά παρατράγουδα. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης του 1880 φιλήσυχοι Σερραίοι οδηγήθηκαν στις φυλακές, όπου και διανυκτέρευσαν, επειδή είχαν κάνει το έγκλημα να επιστρέψουν από την εκκλησία στα σπίτια τους γύρω στις 3 τουρκική ώρα, όταν η κυκλοφορία ήταν απαγορευμένη «έστω και μετά φανού».

Η συγκεκριμένη φράση είχε την αξία της, καθώς στους δρόμους της πόλης των Σερρών δεν υπήρχαν τοποθετημένα φανάρια, ώστε όποιος ήθελε να κυκλοφορήσει τη νύχτα έπρεπε διά νόμου να κρατάει κι από ένα φανάρι, αλλιώς θα κατέληγε στη φυλακή! Με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου όμως αυτό ανατράπηκε.

-- Φονική συμπλοκή σημειώθηκε την πρωτομαγιά στον Λαϊλιά, όπου σκοτώθηκαν 15 ληστές και ένας αιχμαλωτίστηκε. Στην κατάθεσή του ενώπιον του στρατοδικείου ο αιχμάλωτος αποκάλυψε ότι όλες οι συμμορίες της περιοχής σχεδίαζαν να κατέβουν από κοινού στις Σέρρες την περίοδο του Πάσχα για να έκαναν το «χριστιανιλίκι» –προφανώς εννοούσε τον εκκλησιασμό. Παραδέχτηκε επίσης ότι η δική του συμμορία του ευθυνόταν για μια ιερόσυλη πράξη, το κάψιμο ελληνικών βιβλίων στη νεόδμητη εκκλησία της Άνω Βροντούς, όπως και στο σχολείο του χωριού, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, 25 Απριλίου/7 Μαΐου.

-- Άλλη συμπλοκή έλαβε χώρα κοντά στο μοναστήρι του αγίου Πνεύματος στις 2/14 Μαΐου με τρεις ληστές νεκρούς και έναν τραυματία, ενώ την ίδια χρονική περίοδο σε σφοδρές μάχες στα βουνά του Δεμίρ Ισσάρ σκοτώθηκαν 23 ληστές, οι οποίοι ανήκαν στη συμμορία των Κοκολίτς (ή Κούκουλιτς –άλλο όνομα για τον Κούκο;), Σεμερτζή Κώτσου κλπ.

-- Πρόσκαιρα, οι επιθέσεις έγιναν αισθητά λιγότερες και με φθίνουσα τάση. Η επόμενη μεγάλη επιχείρηση των Βούλγαρων ληστών εκδηλώθηκε τον Ιούνιο, όταν καταδίωξαν τον ευπορότερο κτηματία της Ζίχνης, Ικιάζ βέη.

-- Μία ήταν η αξιοσημείωτη, όσο και θεαματική, ληστρική επιδρομή σ’ όλο το σαντζάκι των Σερρών το μήνα Ιούλιο. Ειδικότερα, ο αρχιληστής Γκότσης από το Μελένικο και δώδεκα οπαδοί του αιχμαλώτισαν στην ξύλινη γέφυρα του Μελενίκου τους Κ. Φιλιππάκη, Σλάτκο Λουκούμη, Ι. Θεοφάνους, Ιωάν. Τζόπρο, Κ. Μπελίτσκα, Π. Τοπολίγκα κα Παν. Τουκμετζή, ενώ αυτοί επέστρεφαν από την αγορά Σφετς Βρατς. Η λεία που αποκόμισαν οι ληστές ανήρθε σε 255 λίρες, ενώ λόγω των κακουχιών έχασε την ζωή του ο Θεοφάνους.

-- Τον Αύγουστο, συμμορία που δρούσε στην περιοχή μεταξύ Σερρών και Θεσσαλονίκης (πιθανότερα στα διοικητικά όρια της Θεσσαλονίκης) απήγαγε έναν Σερραίο, τον Πέμο, μεταξύ δύο στρατιωτικών σταθμών και τον απελευθέρωσε μετά την καταβολή λύτρων ύψους 150 λιρών.

-- Τον Αύγουστο όμως υπήρξε μια ξαφνική, όσο και δυναμική επανεμφάνιση των ληστοσυμμοριών και στο σαντζάκι των Σερρών. Στις 12/24 του μήνα, Βούλγαροι ληστές συνέλαβαν τον παπά Ιωάννη παπά Θεοδώρου από τη Βροντού, τον οποίο κράτησαν αιχμάλωτο για 17 μέρες και τον άφησαν ελεύθερο μόνο μετά την καταβολή 50 λιρών.

-- Άλλες περιπτώσεις επιθέσεων τον Αύγουστο του 1880 ευρύτερα στο σαντζάκι των Σερρών, χωρίς να είναι γνωστές οι ακριβείς ημερομηνίες:

α.) Οι αρχιληστές Άγγελος και Δημήτριος απήγαγαν δύο παιδιά οθωμανικής καταγωγής από χωριό του καζά Μελενίκου, τα οποία στη συνέχεια σκότωσαν παρά την καταβολή 200 λιρών.

β.) Ο Γ. Κρέμενλης με 40 οπαδούς του άρπαξαν από τη μέση της αγοράς του χωριού Κατούντσα του καζά Μελενίκου έναν κάτοικο γειτονικού χωριού, τον οποίο και στη συνέχεια σκότωσαν.

γ.) Ο αρχιληστής Γκότζης Τσιγκουρλής έπιασε αιχμάλωτο τον Θωμά Πέτκου Μέρτιου από το Μελένικο, για τον οποίο πήρε λύτρα 50 λίρες. Ο αιχμάλωτος όμως πέθανε λόγω των κακουχιών στα βουνά.

δ.) Η συμμορία του Νάτση εισέβαλε στην εκκλησία του Κρουσόβου (σήμερα Αχλαδοχώρι) την ώρα της θείας λειτουργίας και συνέλαβε οκτώ κατοίκους με ελληνικό φρόνημα, από τους οποίους αφαίρεσαν 160 λίρες.

ε.) Στο ίδιο χωριό εισέβαλε και η συμμορία του Νικόλαου Γραίκου, η οποία συνέλαβε και σκότωσε τον ελληνοφρονούντα μουχτάρη.

-- Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Δ. Μήτρου από την Άνω Βροντού, μέλος της συμμορίας του Γ. Κρέμενλη, εμφανίστηκε οικειοθελώς στις αρχές των Σερρών αιτούμενος αμνηστία. Ανακρινόμενος από τις αρχές αποκάλυψε ότι ο αρχιληστής Ζεμπίλης είχε σταλεί στην περιοχή με διπλή αποστολή: ν’ αποκεφαλίσει τους Θεόδωρο Αντωνίου και Πέτρο παπά Βασιλείου από τη Βροντού και ν’ απαγάγει τον μητροπολίτη Σερρών Ναθαναήλ για να τον μεταφέρει στη Δούβνιτσα ή τη Ρίγα της Βουλγαρίας.

-- Το κύμα επιδρομών συνεχίστηκε και τον Σεπτέμβριο:

α.) Στις 10/22 Σεπτεμβρίου λησταντάρτες απήγαγαν τους Δ. Χ΄ Ιωάννου (Σαϊτάνη), Μαρίνο Διώρτα και Άγγελο Σταρτζίσταλη από τη Βροντού, οι οποίοι σώθηκαν χάρη στην επέμβαση του αυτοκρατορικού στρατού, όμως οι απαγωγείς είχαν ήδη λάβει 100 λίρες, ενώ σκότωσαν δύο ακόμη αιχμαλώτους, τους Θεόδ. Κωνσταντίνου και Π. Φιλοθέου.

β.) Ο Ζεμπίλης απήγαγε τον παπά Γιοβάννη από τη Βροντού, τον οποίο άφησε ελεύθερο αφού πρώτα έλαβε 100 λίρες. Τον ίδιο μήνα, ο ίδιος ληστής απήγαγε τρεις ακόμη ελληνοφρονούντες της Βροντούς, χωρίς να είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες.

γ.) Ο αρχιληστής Στογιάννης Τσιγκουρλής απήγαγε τον Χ΄΄ Αθανάσιο από την Καλυμάντσα του καζά Μελενίκου, τον οποίο στη συνέχεια σκότωσε παρά την καταβολή λύτρων ύψους 100 λιρών.

-- Τον Οκτώβριο, ο αρχιληστής Άγγελος από ένα χωριό του καζά Μελενίκου μαζί με τρεις οπαδούς του σκότωσαν τον Σαΐτ αγά από την Μπέλιτσα και έκαψαν τον Στόγιο Τσορμπατζή, από τον οποίο προηγουμένως είχαν αφαιρέσει 200 λίρες.

-- Τον ίδιο μήνα ο Γ. Κουκουλέτσης έκαψε τον οθωμανό χατζή Μπελάλη από τη Νικούτη, ενώ τουλάχιστον έξι ακόμη επιθέσεις συμμοριών καταγράφηκαν το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου στους καζάδες Μελενίκου και Δεμίρ Ισσάρ.

-- Σημαντικό χτύπημα δόθηκε στους ληστές στις 9/21 Νοεμβρίου, όταν συνελήφθη σε σπηλιά και ο αρχιληστής Κούκος (το όνομά του αναφέρθηκε και ως Κούκουλιτς), ο οποίος λυμαινόταν επί τριετία την περιοχή των Σερρών.

-- Στην πόλη των Σερρών φαίνεται ότι επικρατούσε ηρεμία, ώστε στις 21.11.1880 η εφημερίδα Ερμής της Θεσσαλονίκης επαινούσε τον αστυνόμο Σερρών, Σιακήρ αγά, ως «αντάξιο της ανατεθείσης [σ’ αυτόν] εντολής».

-- Και κάτι διαφορετικό: η δημοτική σχολή που είχε συσταθεί στην ιερά μονή του Τιμίου Προδρόμου επί θητείας του μητροπολίτη Ναθαναήλ μετατράπηκε σε ιερατική σχολή, η λειτουργία της οποίας ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1880.

………………………………………………….

ΠΡΟΣΩΠΑ

-- Σημαντική απώλεια ήταν ο θάνατος του Θεόδωρου Ν. Δούμπα στη Βιέννη. Ο Δούμπας υπήρξε μεγάλος ευεργέτης των Σερρών ενισχύοντας οικονομικά το Παρθεναγωγείο και την Ελληνική Σχολή της πόλης (ήταν ο βασικός χρηματοδότης τους), όπως και τον Μακεδονικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο. Με τη διαθήκη του άφησε 25.000 φράγκα υπέρ των εκπαιδευτηρίων των Σερρών. Αντίστοιχο ποσό κατέλειπε και υπέρ των σχολείων της Θεσσαλονίκης με μοναδικό όρο την εισαγωγή διδασκαλίας της γερμανικής ή της τουρκικής γλώσσας.

Επίσημο μνημόσυνο υπέρ του Θεόδωρου Δούμπα τελέστηκε στη Μητρόπολη Σερρών στις 24 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου, ενώ άλλο μνημόσυνο είχε διοργανωθεί από τους εναπομείναντες συγγενείς του στην πόλη μια εβδομάδα νωρίτερα. Κατά τον ανταποκριτή του Τηλεγράφου «ουδέποτε άλλοτε εγένετο εν τη πόλει ημών δημοτελέστερον και μεγαλοπρεπέστερον μνημόσυνον»· πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν από την εκκλησία, καθώς δεν έβρισκαν θέση να καθίσουν, ενώ στον ιερό ναό μπόρεσαν να μπουν μόλις το ένα τέταρτο των μαθητών και των μαθητριών της πόλης. Μπροστά από το τραπέζι με τα κόλλυβα είχαν τοποθετηθεί τέσσερις μεγάλες λαμπάδες με ισάριθμα στεφάνια από την πόλη των Σερρών, τα σχολεία, το νοσοκομείο και τον Μακεδονικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο.

-- Στις 4/16 Φεβρουαρίου 1880, ο Σερραίος Νικόλαος Χρηστίδης έδωσε τις πτυχιακές του εξετάσεις στην Ιατρική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αθήνας και αξιώθηκε τον βαθμό «άριστα». Ήταν ένας από τους πρώτους αποφοίτους της Ιατρικής σχολής που απέσπασαν αυτόν τον πολύ τιμητικό βαθμό.

Μια καινούρια μόδα στις αθηναϊκές εφημερίδες ήταν η δημοσίευση ευχετήριων σημειωμάτων στους νέους διδάκτορες, συνήθως από φίλους τους. Στις 05.02 η Παλιγγενεσία δημοσίευσε ένα αντίστοιχο –αλλά ασυνήθιστα μεγάλο σε έκταση– σημείωμα για τον Ν. Χρηστίδη, το οποίο υπέγραφε ο Γ. Λ. Αγγελίδης:

 «Ο εκ Σερρών της Μακεδονίας Νικόλαος Χρηστίδης δους τας νενομισμένας θεωρητικάς εξετάσεις ενώπιον των Καθηγητών της Ιατρικής Σχολής ηξιώθη του βαθμού άριστα παμψηφεί, απέναντι των ατρύτων [= αδιάκοπων] κόπων, ους κατέβαλεν υπέρ της επιστήμης. Ο κ. Ν. Χρηστίδης διαγωνισθείς και άλλοτε εις το Μαυροκορδάτιον διαγώνισμα επίσης ανεδείχθη υπότροφος μετά της αυτής επιτυχίας. Είναι παρήγορον από καιρού εις καιρόν ν’ αναδείκνυνται και εν τω ημετέρω εθνικώ Πανεπιστημίω τοιούτοι νέοι δίδοντες πολλά τα σημεία εξόχου μέλλοντος. Συγχαίροντες από καρδίας τω νεαρώ και διαπρεπεί μύστη της Ιατρικής επιστήμης, ευχόμεθα όπως και εν τω πρακτικώ σταδίω διακριθή μετά της αυτής επιτυχίας».

-- Τον Σεπτέμβριο, ο Ιωάννης Δέλιος προσκλήθηκε στις Σέρρες για ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του Γυμνασίου της πόλης. Νωρίτερα, τον Μάιο του 1880, ο Δέλιος, που τότε σπούδαζε ελληνική και λατινική φιλολογία στην Ιένα ως υπότροφος του Συλλόγου προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, είχε πάρει –μαζί με τους άλλους υποτρόφους του συλλόγου στην Ευρώπη– την άδεια να παραμείνει ακόμη ένα έτος στο εξωτερικό για την ολοκλήρωση των σπουδών του.

-- Στις 27 Δεκεμβρίου/8 Ιανουαρίου στην Αθήνα έφυγε από την ζωή από βρογχίτιδα ένα μικρό κορίτσι, η Ανδρομάχη Μ. Παρίση. Δεν θα ήταν σημαντική ίσως η αναπαραγωγή αυτής της πληροφορίας, αν στη νεαρή αυτή Σερραία και τον πρόωρο θάνατό της δεν ήταν αφιερωμένο ένα ποίημα, που δημοσιεύτηκε στην Παλιγγενεσία της 05.01.1881. Ο ποιητής υπέγραφε με τ’ αρχικά Γ. Α. Σ.

 

Εν δάκρυ επί του τάφου της εκ Σερρών

Ανδρομάχης Παρίση

 

Χθες επερνούσα έρημος· ψυχρός βορειάς φυσούσε

και η βροχή επέσπευδε των οδιτών το βήμα,

τον μολυβδόχρουν πέπλον του ο ουρανός φορούσε

και απώτατα εθραύετο μυκώμενον το κύμα.

 

Οικίας πρόσθεν εν γραμμή άμαξας δέκα βλέπω

αναμενούσας έκτακτον να φέρουν συνοδείαν

– Γαμήλιον υπέθεσα – εγγύς το βήμα τρέπω

να ίδω παρελαύνουσαν κι εγώ την ευτυχίαν.

 

Πλην, οίμοι! μάρτυς έμελλον θεάματος να γείνω

τους οφθαλμούς εις δάκρυα κινούντος, τας καρδίας

έως μυχών σπαράσσοντος – την κεφαλήν μου κλίνω

μη ίδω... είδον όμως, φευ!... την εκφοράν κηδείας.

 

Κηδείας; - συνηθέστατον – και όμως η νεότης

όταν νεκρά εκφέρηται εις τάφον εν γη ξένη

χωρίς ύστατον φίλημα, μακράν των συγγενών της

αναισθητεί ο θεατής άδακρυς όστις μένει.

 

Εις θήκην υελοσκεπή εκφέρουν άπνουν νέαν,

λευχείμωνα, με μέτωπον νεκροστεφανωμένον,

ωχράν από το φίλημα του Χάρου, πλην ωραίαν,

ως ρόδον που το κάλλος του έχει και μαραμένον.

 

Μαΐους πεντεκαίδεκα στον ψεύτη κόσμον τούτον

δεν είχεν έτι τρυφερόν το άνθος χύσει μύρα,

την καλλονήν του ζήλευσεν, της νειότης του τον πλούτον

και κάλυκα τ’ απέκοψεν η άσπλαχνός του Μοίρα.

 

Και το απέκοψε, Θεέ! από του παραδείσου

που κλώνας τόσους των Μουσών τα νάματα ποτίζουν,

ανερχομένους ευθαλείς εις ύψος κυπαρίσσου

και ανθοδέσμην τρυφεράν τόσ’ άνθη σχηματίζουν.

 

Και πέθανεν η κόρη, φευ! οπότ’ η φαντασία

μ’ ονείρατα χρυσόπτερα εστόλιζε το μέλλον

και κλαίουν σήμερον αυτήν αι φίλαι εν χορεία,

ενώ χθες έτι μετ’ αυτής φαιδραί ‘παιζον κι εγέλων.

 

Και κλαίει η μήτηρ και θρηνεί μακράν την θυγατέρα,

κλαίουν οι άλλοι αδελφοί άνευ παρηγορίας

κι οι στόνοι καταβάλλουσι τον δυστυχή πατέρα,

όστις το τέκνον έχασε μετά της ευτυχίας.

 

Θρηνείτε, κλαίετ’· έκλαυσαν την κόρην σας και ξένοι,

στας συμφοράς τα δάκρυα παρηγορία είναι·

ανακουφίζονται μ’ αυτά ολίγον οι οδύναι

κι ο άγγελός σας δάκρυα στον τάφον περιμένει.

 

………………………………………………..

………………………………………………..

………………………………………………..

………………………………………………..

 

Φεύγει, την κόρην φέρουσα, η άμαξα ταχεία·

κλονείται εις το φέρετρον το νεκρωμένον σώμα,

βρέχει, φυσά ο άνεμος, παρέρχετ’ η κηδεία.

Άναυδος μένω· πίπτει μου εν δάκρυ από τ’ όμμα.


_________________________________________________________

* Από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 166-176

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εισαγωγή

  Σκοπός της παρούσας έρευνας δεν είναι η συγγραφή της Ιστορίας, αλλά: - α. Η εξοικείωση με τη ζωή στην περιοχή που σήμερα ορίζεται γεωγρ...