-- Με πολύ χαμηλές
θερμοκρασίες ξεκίνησε το 1858 (ειδικά στις 6, 7 και 12 Ιανουαρίου), ενώ στα
μέσα Ιανουαρίου το ύψος του χιονιού στην πόλη των Σερρών έφτασε το μισό πήχη.
-- Στα μέσα Ιανουαρίου
έγινε γνωστή η παύση του διοικητή των Σερρών με απόφαση του γενικού διοικητή
Θεσσαλονίκης λόγω σειράς καταχρήσεων.
-- Ένα ακόμα κρούσμα
διοικητικής αυθαιρεσίας, αυτήν τη φορά στην επαρχία Ζίχνης. Στα μέσα
Ιανουαρίου, ο κιρ-σιρδάρης της περιοχής, ο επικεφαλής δηλαδή του ατάκτου
σώματος για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην επαρχία, μετέβη με
τους άνδρες του στο χωριό Δράτσοβο (η σημερινή Λευκοθέα), όπου και κατέλυσε το
βράδυ, όπως συνηθιζόταν, στην οικία ενός χωρικού. Όταν όμως τελείωσε το
φαγοπότι, ο κιρ-σιρδάρης έβαλε φωτιά στο σπίτι που τον φιλοξενούσε! Ήταν
ατύχημα, έγινε πάνω στο μεθύσι, υπήρχε σκοπιμότητα; Άγνωστο!
Αμέσως μετά, προσκάλεσε τον κοτσάμπαση του χωριού, προσπαθώντας να τον
πείσει να συνωμοτήσουν και να ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον τρίτο. Επειδή όμως
εκείνος του δήλωσε απερίφραστα ότι σκόπευε να κατηγορήσει τον πραγματικό
δράστη, οι άνδρες του κιρ-σιρδάρη επιτέθηκαν στον κοτσάμπαση, τον οποίο έδειραν
ανηλεώς και στη συνέχεια τον μετέφεραν δεμένο στα γύρω χωριά, προτού τον
γυρίσουν πίσω στο Δράτσοβο και τον αφήσουν επιτέλους ελεύθερο. Στο μεταξύ
κλήθηκαν οι κάτοικοι του χωριού και διά της βίας εξαναγκάστηκαν να υποδείξουν
ως δράστες της πυρκαγιάς δύο αθώους συγχωριανούς τους, οι οποίοι οδηγήθηκαν
στις φυλακές της Ζηλιάχοβας.
Όταν ο μητροπολίτης Δράμας έλαβε γνώση των γεγονότων αυτών, έστειλε στην
περιοχή τον επίτροπό του, για να εξετάσει την υπόθεση. Ποιος όμως τολμούσε
πλέον να πει την αλήθεια; Ακόμη και ο προεστός του Δρατσόβου, που είχε υποφέρει
τα πάνδεινα στα χέρια των ανδρών του κιρ-σιρδάρη, ήταν πλέον απρόθυμος να
βοηθήσει και να ομολογήσει δημόσια τι είχε αληθινά συμβεί. Τελικά με τη
μεσολάβηση ενός Σερραίου εμπόρου αποφυλακίστηκαν προσωρινά οι δύο αθώοι
κρατούμενοι, για την τύχη των οποίων δεν γνωρίζουμε κάτι.
-- Ένα ακόμα σοβαρό
περιστατικό αυθαιρεσίας είχε ως πρωταγωνιστή τον κιρ-σιρδάρη των Σερρών, που
άκουγε στ’ όνομα Μουσταφά Τσαούσης. Αυτός, λοιπόν, στις αρχές Φεβρουαρίου
κατέλυσε σε μια οικία στο χωριό Καρλίκοβο (η σημερινή Μικρόπολη Δράμας). Για
την ακρίβεια θα λέγαμε ότι μάλλον έκανε κατάληψη στο σπίτι του άτυχου χωρικού,
καθώς διέμεινε εκεί για έξι μερόνυχτα. Στο διάστημα δε αυτό, οι άνδρες του
συμπεριφέρονταν στους κατοίκους με τον πλέον αυταρχικό τρόπο σαν να επρόκειτο
για δούλους τους: από ένα ράφτη άρπαξαν ετσιθελικά 300 γρόσια, κακοποίησαν μια
γυναίκα κλπ.
Αντίστοιχα περιστατικά αυθαιρεσιών καταγγέλθηκαν και σ’ ένα άλλο χωριό
της επαρχίας Σερρών, την Κόρνιτσα, που σήμερα υπάγεται στη Βουλγαρία. Πρόκειται
για συμπεριφορές που δεν διέφεραν σε τίποτα από τις επιδρομές των διαφόρων
ληστρικών συμμοριών, από τους οποίους ο κιρ-σιρδάρης και οι άντρες του
υποτίθεται ότι προστάτευαν τους φιλήσυχους κατοίκους. «Ιδού άνθρωποι
εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένη η ασφάλεια της τιμής και της περιουσίας
των ανθρώπων» σχολίαζε
εξοργισμένος ο ανταποκριτής του Αιώνα
και συνέχιζε:
«Και εάν μεν
τουλάχιστον κατεδιώκοντο οι τοιούτοι, η κοινωνία ούτως ήθελεν ικανοποιηθή και
το κακόν ίσως ήθελε περιορισθή κατά τι· αλλ’ ουδέν τοιούτον δυστυχώς γίνεται,
και οι κακούργοι ούτοι πράττουσιν ατιμωρητί τα αίσχιστα των εγκλημάτων. Διότι
οι Διοικηταί ή αδιαφορούσι, συμμεριζόμενοι ούτως τας τοιαύτας πράξεις ούτων, ή,
και αν ευρεθή τις μεταξύ αυτών καλής θελήσεως, αδυνατεί να καταδιώξη τους
τοιούτους κακούργους, διότι αίφνης ασπάζονται τον ληστρικόν βίον, και τότε η
εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Ο δε ημέτερος Διοικητής, υπό τον οποίον
υπάγεται ο ρηθείς Κιρ-Σιρδάρης, ασχολείται εις πολλώ σπουδαιότερα πράγματα·
διερχόμενος δηλ. την αγοράν, και αν τις των χριστιανών λάβη την αφροσύνην να μη
εγερθή της θέσεώς του, ενώ ούτος διέρχεται, λαμβάνει την ευτυχίαν να επισκεφθή
την φυλακήν. Τούτο τωόντι συνέβη κατ’ αυτάς εις τινα συμπολίτη ημών. Ιδού
λοιπόν νέος τρόπος του επιβάλλειν σέβας και αγάπην προς τους ανωτέρους, τον
οποίον υμείς αυτόθι ουδέ φαντάζεσθε βεβαίως».
-- Την ίδια περίοδο,
Φεβρουάριος 1858, μια συμμορία 5-6 ληστών επέδραμε σε διάφορα χωριά της επαρχίας
Ζίχνης καταλύοντας σε όποιο σπίτι ήθελαν, κάνοντας ό,τι ήθελαν ανενόχλητοι!
Μάλιστα, ο αρχηγός της συγκεκριμένης συμμορίας είχε στο παρελθόν φυλακιστεί για
τη δολοφονία ενός κατοίκου του χωριού Ράχοβα (η σημερινή Μεσορράχη), που άκουγε
στ’ όνομα Κωνσταντίνος. Ελεύθερος πλέον, άρπαξε 30.000 γρόσια από τον γιό του
δολοφονημένου Κωνσταντίνου, με το επιχείρημα ότι είχε φυλακιστεί άδικα για τον
θάνατο του πατέρα του, την ώρα που τον απειλούσε ότι, αν αντιδρούσε, θα είχε κι
εκείνος την τύχη του!
-- Άλλο περιστατικό
βίας το Φεβρουάριο του 1858 στην επαρχία Ζίχνης, αυτήν τη φορά στο χωριό
Πρεβίστα (η σημερινή Παλαιοκώμη). Εκεί ομάδα ληστών αφαίρεσε 9.000 γρόσια, εκ
των οποίων: τα 4.000 ανήκαν σε απλούς χωρικούς, οι οποίοι κατευθύνονταν στο
πανηγύρι των Σερρών για ν’ αγοράσουν μικροπράγματα για τις οικογένειές τους, ενώ
τα υπόλοιπα 5.000 γρόσια ήταν οι φόροι των κατοίκων της κοινότητας Κούτσου (η
σημερινή Ευκαρπία), ποσό το οποίο μετέφερε ο προεστός του χωριού για να το καταθέσει
στο ενταύθα Ταμείο.
Τελικά, λίγες εβδομάδες αργότερα οι πέντε ληστές εντοπίστηκαν στην
Γκιμουρτζίνα (σήμερα Κομοτηνή), εκ των οποίων ο ένας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια
συμπλοκής και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στη φυλακή.
-- Άλλη ληστεία, αυτήν
τη φορά στα Λακοβίκια (Μεσολακκιά) στις 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου, όταν ληστές
αφαίρεσαν 4.000 γρόσια από κάτοικο της εν λόγω κωμόπολης, την ώρα που επέστρεφε
στο σπίτι του από παρακείμενο χωριό.
-- Γενικά, η
εμποροπανήγυρη των Σερρών, που κάθε χρόνο διεξαγόταν περί τα μέσα Φεβρουαρίου
με μέσα Μαρτίου, αποτελούσε πρώτης τάξεως αφορμή για τους ληστές να εξασκήσουν
τις δεξιότητές τους στην παρανομία, με συνήθη θύματα τους κατοίκους μακρινών
περιοχών, οι οποίοι –ελλείψει γρήγορων μέσων μεταφοράς– ταξίδευαν επί ώρες ή
ακόμα και μέρες κατάκοποι και πολλοί απ’ αυτούς διανυκτέρευαν σε κάποιον
ενδιάμεσο σταθμό.
Κάπως έτσι, το Μάρτιο του 1858 ένας κάτοικος της επαρχίας Πραβίου,
κατευθυνόμενος στην πανήγυρη των Σερρών, έπεσε θύμα ληστείας στα πρόθυρα της
Ζηλιάχοβας. Επειδή όμως τα χρήματα που οι ληστές βρήκαν πάνω του δεν τους φάνηκαν
αρκετά, παρά τα κλάματα και τις ικεσίες του άρχισαν να τον απειλούν με μαχαίρι
ζητώντας περισσότερα. Όταν του έκοψαν το ένα αφτί απειλώντας ότι θα του κόψουν
και το ίδιο του το κεφάλι, ο δυστυχής χωρικός αναγκάστηκε να τους αποκαλύψει
και όσα χρήματα είχε κρυμμένα στη σέλα του αλόγου του. Ώστε η συμμορία των
τριών ληστών απέσπασε συνολικά 7.000 γρόσια από τον άνδρα, που είχε πλέον
περιέλθει σε άθλια κατάσταση.
-- Στα τέλη Απριλίου,
δύο Σερραίοι έμποροι έπεσαν θύματα ληστείας από τέσσερις έφιππους άνδρες κοντά
στο χωριό Καρλίκοβα. Η συνολική τους λεία ανήλθε σε 40.000 γρόσια! Τουλάχιστον
οι ίδιοι δεν υπέστησαν κάποια σωματική κακοποίηση, καθώς ο ένας έμπορος, όντας
άοπλος, έδωσε οικειοθελώς τα χρήματά του στους ληστές, ενώ ο δεύτερος τό βαλε
στα πόδια αφήνοντας όλα του τα χρήματα (30.000 γρόσια!) στο άλογό του.
-- Και βέβαια, παρέμενε
διαρκής εφιάλτης της επαρχίας Ζίχνης και του Στρυμονικού κόλπου η ληστρική
συμμορφία του Ραβότα, αποτελούμενη από 50 άνδρες. «Μη ζητήσητε κατάλογον των
κακουργημάτων τούτων, διότι η συγκοινωνία ενταύθα είναι εις τοσαύτην αθλίαν
κατάστασιν, ώστε υμείς αυτόθι λαμβάνετε βεβαίως ταχύτερον και ακριβέστερον
ειδήσεις εκ Κίνας και Ινδιών, ή ημείς εκ μερών απεχόντως εντεύθεν μίαν ή δύο
ημέρας μόλις», παρατηρούσε ο ανταποκριτής
του στον Αιώνα, σημειώνοντας ότι τα
κακουργήματα που περιέγραφε στα τηλεγραφήματά του ήταν «ολίγιστα των
όσα συμβαίνουσι».
Οι όποιες προσπάθειες καταδίωξης της συμμορίας του Ραβότα την άνοιξη και
το καλοκαίρι του 1858 δεν οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, ίσως γιατί και οι
διώκτες τους δεν έδειξαν τον απαραίτητο ζήλο, αλλά αρκούνταν στις μετακινήσεις
από χωριό σε χωριό, όπου έβρισκαν δωρεάν φαγητό και φυσικά όλες τις ανέσεις.
Ειδικά ο κιρ-σερδάρης Ρουστέμ Τσαούσης και οι άνδρες του συμπεριφέρονταν σχεδόν
όπως η συμμορία του Ραβότα, με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι έστηναν ενέδρες στα
θύματά τους σε απομονωμένα μέρη, ενώ οι άνδρες του Ρουστέμ αυθαιρετούσαν
μπροστά σε όλους χωρίς κανείς να τολμά να τους αγγίξει.
-- Αν έχετε απορία τι
απέγινε με τις εργασίες καθαρισμού του Στρυμόνα, αυτές συνεχίζονταν με
εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς, μη παράγοντας κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, παρά
επιβαρύνοντας τα βάσανα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής ακόμη περισσότερο.
Εξαιτίας του φιρμανιού που υποχρέωνε τους κατοίκους όλων των χωριών σε απόσταση
πέντε ωρών από τις όχθες του Στρυμόνα να προσφέρουν εργασία, οκτακόσιοι εργάτες
απασχολούνταν καθημερινά στον (μη) καθαρισμό του Στρυμόνα, όλοι αμισθί!
-- Ακόμη ένα
περιστατικό αδιανόητης ανομίας με αφορμή –δήθεν– την απονομή δικαιοσύνης. Την
άνοιξη του 1858 εκκρεμούσε ενώπιον του διοικητή Θεσσαλονίκης η δικαστική
διαμάχη μεταξύ των κληρονόμων ενός προκρίτου των Σερρών, ο οποίος είχε πεθάνει
περίπου δυο χρόνια νωρίτερα χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Θέλοντας να διερευνήσει
καλύτερα την υπόθεση, ο διοικητής Θεσσαλονίκης ζήτησε να έρθει σ’ επικοινωνία
με τη σύζυγο του αποβιώσαντα. Επειδή όμως εκείνη ήταν άρρωστη και ισχυριζόταν
ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ο διοικητής των Σερρών
ζήτησε από γιατρούς της πόλης να εξετάσουν τη γυναίκα και ν’ αποφανθούν
σχετικά.
Πράγματι, οι περισσότεροι διαπίστωσαν ότι η γυναίκα ήταν βαριά άρρωστη
έως ετοιμοθάνατη και χρειαζόταν ανάπαυση. Μόνο ένας ψευδογιατρός είχε αντίθετη
άποψη, υποστηρίζοντας ότι η αρρώστια ήταν προσποιητή. Ο διοικητής όμως πείστηκε
ότι η γυναίκα έχαιρε άκρας υγείας, εμπιστευόμενος την κρίση του ενός και
αγνοώντας τις διαγνώσεις όλων των άλλων. Κακήν κακώς η γυναίκα αναγκάστηκε να
ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη, μόνο που στη διάρκεια του ταξιδιού, πλησιάζοντας στην
πόλη, πέθανε! Ο διοικητής Θεσσαλονίκης διέταξε βέβαια τη σύλληψη και τη
φυλάκιση του ψευδογιατρού, όμως το κακό είχε ήδη γίνει!
-- Η χαλαζόπτωση που σημειώθηκε
στην πόλη των Σερρών στις 14/26 Αυγούστου 1858, ήταν πραγματικά ασυνήθιστη και
προξένησε τεράστιες ζημιές στην πόλη και κυρίως στα κεραμίδια των σπιτιών. Περιγραφή
του σπάνιου φυσικού φαινομένου και των συνεπειών του δημοσιεύτηκε στην Αμάλθεια της Σμύρνης και στη συνέχεια
αναδημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Αυγή:
«Αξιοσημείωτον
ατμοσφαιρικόν γεγονός συνέβη υπέρ της πόλεως Σερρών την 14 του μηνός περί ώραν
ογδόην της ημέρας τουρκιστί.
Αιθρίου όντος του ουρανού, αίφνης νέφη αναβάντα
συνεπυκνώθησαν φοβερώς και βρονταί μετά βοής αλλοκότου ηκούσθησαν, συγχρόνως δε
ήρχισε καταπίπτουσα χάλαζα ραγδαιοτάτη και τρομερά, ήτις διαρκέσασα περίπου 14
της ώρας λεπτά κατέστρεψεν όλας τας κεραμίδας των στεγών όλων των οικοδομημάτων
της πόλεως, έθραυσεν υέλους των παραθύρων και παν το εντυχόν εύθραυστον
συνέτριψε το ολοπαγές ύδωρ, κρυσταλλωθέν εις τεμάχια διαφόρων σχημάτων έχοντα
βάρος έκαστον 30 δραμίων το μικρότερον, έως 60 τα περισσότερα, και μερικά έως
160. Εν [=ένα] ζυγισθέν εις το διοικητήριον ευρέθη 255 δραμίων [σ.σ. περισσότερα
από 450 γραμμάρια]. Έπιπτον ως κεραυνοί, και ως εκ θαύματος δεν εφονεύθησαν
άνθρωποι. Χάρις τω Θεώ, ότι εις την περίχωρον το τοιούτον ήτο σποραδικόν, και
δεν επέφερε μεγάλην βλάβην εις τους καρπούς ειμή κατά μέρη.
Κατόπιν του γεγονότος τούτου όλη η πόλις ανησυχεί διά την
μεγάλην ανάγκην των κεραμιδιών, καθ’ όσον μάλιστα έκαστος αναλογίζεται ότι
εγγίζει το φθινόπωρον, ότε εις τα μέρη ταύτα αρχίζουσιν αι συνεχείς βροχαί. Ο
δε διοικητής Σερρών πατρικώς προνοήσας έλαβε τα αναγκαία μέτρα, ίνα, προς παραμυθίαν
[= παρηγοριά] μάλιστα των απόρων, περιορίση την ανατίμησιν των κεραμίδων.
Προσδιώρισε τιμάς ευλόγους και διέταξε καταγραφήν των παρακειμένων ετοίμων
κεραμίδων, ίνα επί του παρόντος μόνον τας απολύτως αναγκαίας διανείμη εκάστω».
Υπολογίζεται ότι οι ζημιές μόνο από τις καταστροφές των κεραμιδιών
ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο δραχμές. Εν τω μεταξύ πολλοί κάτοικοι των γύρω
χωριών άρχισαν ν’ αφαιρούν τα κεραμίδια από τις στέγες των δικών τους σπιτιών
και να τα πουλούν στους κατοίκους της πόλης προς 500 γρόσια τη χιλιάδα!
Πολλοί έμειναν άστεγοι, αλλά τουλάχιστον βρέθηκαν φιλάνθρωποι
συμπολίτες, που τους άπλωσαν μία χείρα βοηθείας. Όχι τυχαία οι Σερραίοι
χαρακτήριζαν τις καταστροφές από τη χαλαζόπτωση ως μια ακόμη μισή πυρκαγιά,
δηλαδή τη συνέδεαν με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1849, που είχε προξενήσει μεγάλες
καταστροφές στην πόλη.
-- Ούτε ένας μήνας δεν
πέρασε από τη φοβερή χαλαζόπτωση και το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου
σημειώθηκε ραγδαία βροχόπτωση 24ωρης διάρκειας, που είχε ως αποτέλεσμα να
πλημμυρίσουν πεδιάδες, αγροί και σπίτια· ένα μικρό χωριό –δεν γνωρίζουμε ποιο
ακριβώς– καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς τα σπίτια παρασύρθηκαν από τα νερά, ενώ
υπήρξαν και ανθρώπινες απώλειες.
-- Στις 13 Οκτωβρίου η
αθηναϊκή εφημερίδα Αυγή ενημέρωνε
τους αναγνώστες της: «Έφθασεν εκ Σερρών της Μακεδονίας ο Κ. Κωνστ. Παπά, υιός
του αρχηγού των Μακεδόνων επί του αγώνος, ο οποίος εθυσίασε πολλά εις τον βωμόν
της Πατρίδος και απέθανε το 1822 εις Ύδραν. Οι υιοί τούτοι μένουσι και σήμερον
έτι αδικημένοι και παρηγκωνισμένοι, ενώ άλλοι κατώτεροι κατέλαβον την πλουσίαν
τράπεζαν του έθνους».
-- Μία ακόμη ληστεία
πραγματοποιήθηκε σ’ ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο του χωριού Καβακλή (ο σημερινός
Λευκώνας) στις 17/29 Οκτωβρίου 1858. Ήταν ημέρα Παρασκευή και μια μικρή ομάδα
πέντε μικρεμπόρων αναχώρησαν από την πόλη των Σερρών με προορισμό το
εβδομαδιαίο παζάρι της Τζουμαγιάς. Στο ξενοδοχείο, λοιπόν, μια συμμορία πέντε
έφιππων ληστών σταμάτησε τους εμπόρους και αφαίρεσαν απ’ αυτούς ό,τι είχαν και
δεν είχαν. Μόνο που η λεία τους ήταν μικρή και οι ληστές ξέσπασαν στα θύματά
τους με τον πιο άγριο τρόπο: σκότωσαν τους τρεις (ο ένας εκ των οποίων ήταν 25
χρονών, νιόπαντρος και σχοινέμπορος στο επάγγελμα), τραυμάτισαν τον τέταρτο
(στο επάγγελμα αμπατσής, 25 ετών), ενώ δεν πείραξαν τον πέμπτο έμπορο
(υποδηματοποιός) μέσω του οποίου μετέφεραν στις τοπικές αρχές το μήνυμα:
«Είμαστε από τη συμμορία του Σαλή Τόσκα και ας ορίσουν να μας συλλάβουν». Την
ώρα δε που διαδραματίζονταν αυτά, έφτασε στον τόπο της ληστείας κι ένας
Οθωμανός από τον Λαχανά, τον οποίο επίσης λήστεψαν.
«Τοιαύτη λοιπόν είναι η θέσις μας,
ώστε ούτε σπιθαμήν δεν δυνάμεθα να εξέλθωμεν πλέον της πόλεώς μας, καθότι
κινδυνεύει η ύπαρξίς μας» σχολίασε ο ανταποκριτής του Αιώνα.
Όσον αφορά τον Σαλή Τόσκα, παλιότερα ήταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του
πρώην κιρ-σιρδάρη Ρουστέμ Μπουλούκ Μπασή. Όταν ο τελευταίος παύθηκε των
καθηκόντων του, ο Σαλή Τόσκας οργάνωσε τη δική του συμμορία με άλλα
πρωτοπαλίκαρα του Μπουλούκ Μπασή (ή Πουλούκπαση). Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο
να γράψουν απειλητικές επιστολές στο μεζλήσι των Σερρών και στους προύχοντες
της πόλης ζητώντας όχι μόνο χρήματα, αλλά και να δοθεί στον αρχιληστή η θέση
του Πουλούκπαση.
Αρχικά οι τοπικές Αρχές ήταν ανένδοτες. Μόλις όμως ο Σαλή Τόσκας
κατέφυγε στα γύρω βουνά σηκώνοντας το λάβαρο της ληστείας, ο διοικητής
υποχώρησε στις αξιώσεις του λήσταρχου και τον διόρισε στη θέση που επιζητούσε.
Ωστόσο εξαγριώθηκε ο μέχρι τότε Οθωμανός κιρ-σιρδάρης των Σερρών, ο οποίος
μάζεψε όσο περισσότερους οπαδούς του μπόρεσε και στις 24 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου
1858, μία μέρα πριν το παζάρι της πόλης, εισέβαλαν στη Νιγρίτα, όπου αναμενόταν
ο Σαλή Τόσκας. Τα πνεύματα ήταν τεταμένα και απειλήθηκε μάχη, όμως παράλληλα
διεξάγονταν ενέργειες για το συμβιβασμό των δύο ανδρών. Τι όμως απέγινε τελικά
με τη μεταξύ τους σύγκρουση, παραμένει αδιευκρίνιστο.
-- Σε άλλα νέα, τον
Οκτώβριο του 1858 έφτασε στην πόλη των Σερρών ο νέος Έλληνας υποπρόξενος
Γεώργιος Δ. Κανακάρης με καταγωγή από τη Σαντορίνη, η άφιξη του οποίου
δημιούργησε μάλλον ανάμικτες εντυπώσεις μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού της
πόλης, αν κρίνουμε από τα εκ διαμέτρου διαφορετικά δημοσιεύματα των εφημερίδων Αιών και Αθηνά.
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αιώνα,
η συμπεριφορά του νέου υποπροξένου προκάλεσε «καλλίστην εντύπωσιν». Αντίθετα κατά τον επιστολογράφο της εφημερίδα Αθηνά, ο Κανακάρης δεν ήταν παρά ένα «παιδάριο», που «άνευ τινός πλεονεκτήματος και δικαιώματος, το μεν εσπέρας
εκοιμήθη απλούστατος και ασυνόδευτος πολίτης, το δε πρωί εξύπνησε με τον
διορισμόν του εκλαμπροτάτου Σερρών εις τον κόλπον». Και συνέχιζε: «ο διορισμός του ανθρώπου τούτου,
ο μοναδικός εις τα ελληνικά χρονικά, έκαμε μεγίστην όσην εντύπωσιν εις τας εδώ
επιτοπίους οθωμανικάς αρχάς, και εις εκείνας των διαφόρων ευρωπαϊκών προξένων
κλπ. και [..] αισχύνομαι να είπω ό,τι ο καϊμακάμης (έπαρχος) και το μετζιλίσιον
του Βώλου είπον, όταν άκουσαν τον διορισμόν του· σιωπώ τα πολλά, χάριν ηθικής
και λέγω μόνον το ακόλουθον, “βάι βάι αφού άρχισε και το γιουνάν να μιμήται τας
πράξεις μας, δηλαδή να διορίζη τοιούτους ανθρώπους εις προξενικάς θέσεις,
γρήγορα θα φθάση εις το ιδικόν μας χάλι”».
-- Το Νοέμβριο του 1858
παύθηκε ο καϊμακάμης (διοικητής) των Σερρών, κατά του οποίου πολλές φορές είχαν
διαμαρτυρηθεί στην Υψηλή Πύλη οι Χριστιανοί της περιοχής, οι οποίοι ζούσαν σε
μεγάλη ανασφάλεια εξαιτίας των πολλών ληστρικών επιδρομών. Χαρακτηριστικό ήταν
ένα συμβάν στις αρχές του έτους, όταν ο καϊμακάμης στράφηκε κατά του μητροπολίτη
Ιακώβου έχοντας βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω της έντασης στις σχέσεις της
χριστιανικής με την εβραϊκή κοινότητα της πόλης και του εμπάργκο των Χριστιανών
κατά των Εβραίων συμπολιτών τους μετά από προτροπή του μητροπολίτη Σερρών.
Επειδή λοιπόν ο καϊμακάμης βρέθηκε απομονωμένος στην κόντρα του με τον
Ιάκωβο, επιχείρησε να κάνει επίδειξη ισχύος εξαναγκάζοντας με άσκηση
τρομοκρατίας τους κατοίκους των γύρω χωριών να συνυπογράψουν δήλωση περί δήθεν
καλής διαγωγής του. Οι χωρικοί όμως, που ήταν δυσαρεστημένοι γενικότερα με την
άσκηση της διοίκησης από τον καϊμακάμη και την καταχρηστική άσκηση εξουσίας των
φίλων του κατά τη συγκομιδή των καρπών, μπορεί με το ένα χέρι να υποχρεώθηκαν
να υπογράψουν την παραπάνω δήλωση, με το άλλο όμως υπέγραψαν αναφορά εναντίον
του, την οποία και ενεχείρισαν στον μητροπολίτη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι
παράπονα κατά του καϊμακάμη εξέφραζαν ακόμη και οι έγκριτοι Οθωμανοί, οι οποίοι
αρνήθηκαν να προσυπογράψουν το χαρτί που εκείνος κυκλοφορούσε, ισχυριζόμενοι
ότι αυτός είχε απωλέσει τη βαρύτητα του αξιώματός του, διαστρέφοντας την
αλήθεια και το δίκαιο.
-- Μια φρικτή δολοφονία
αναστάτωσε την πόλη των Σερρών προς τα τέλη του έτους με θύμα έναν ντόπιο
Χριστιανό, ο οποίος στις 22 Νοεμβρίου/ 4 Δεκεμβρίου βρέθηκε σφαγμένος και
διαμελισμένος σε τέσσερα κομμάτια, ψημένα στο φούρνο του αρτοποιείου, όπου
εργαζόταν. Ο φούρνος βρισκόταν απέναντι από την οικία του Σαμή βέη και ανήκε σ’
έναν Οθωμανό με καταγωγή από την Αλβανία, ο οποίος και κατηγορήθηκε για το αποτρόπαιο
έγκλημα μαζί μ’ έναν Χριστιανό κάτοικο των Σερρών. Ενώ όμως ο τελευταίος
ομολόγησε τη δολοφονία, ο φούρναρης αρνήθηκε κάθε εμπλοκή.
Για τη δολοφονία κατηγορήθηκε και ο αδερφός του αρτοποιού, ο οποίος διέμενε σ’ ένα δωμάτιο πάνω από το μαγαζί, όμως κι αυτός αρνήθηκε την ενοχή του. Η ομολογία ωστόσο του ενός υπόπτου ήταν αρκετή για την προφυλάκιση και των τριών, αν και οι κάτοικοι της πόλης πίστευαν –προφανώς από την εμπειρία της συνήθους πρακτικής– ότι οι αρχές τελικά θα φαίνονταν περισσότερο επιεικείς στους ομοθρήσκους τους, ενώ η φήμη που κυκλοφορούσε στην πόλη ήθελε τον Οθωμανό αρτοποιό μέλος ληστρικής συμμορίας, που σκότωσε τον υπάλληλό του μ’ αυτόν το φρικτό τρόπο, φοβούμενος μήπως εκείνος τον πρόδιδε στις αρχές. Το αν επαληθεύτηκαν οι φόβοι τους ή όχι, θα το δούμε στην ενότητα με τα συμβάντα του 1859.
-- Τέλος, νέα πλημμύρα σημειώθηκε στην πόλη των Σερρών το Δεκέμβριο. Μεγάλες ήταν οι ζημιές κυρίως στην ανατολικομεσημβρινή πλευρά, που γειτνίαζε με τον υπερχειλίσσαντα χείμαρρο. Tα νερά έφθασαν μέχρι τον εξώστη του αυστριακού προξενείου, ώστε μόλις την τελευταία στιγμή κατάφεραν να σωθούν ο πρόξενος με την οικογένειά του.
______________________________________
* Απόσπασμα από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 56-65.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου