Μικρές ειδήσεις από την περιοχή των Σερρών το 1852

-- Στις 13/25 Ιανουαρίου 1852, στο ναό της αγίας Ελεούσας της πόλης των Σερρών τελέστηκε το τριετές μνημόσυνο του Εμμανουήλ Φωτιάδη, όπως και της μητέρας του, Αθανασίας, η οποία είχε φύγει από τη ζωή λίγες μέρες μετά το γιό της. Τα οστά των τιμώμενων προσώπων ήταν καλυμμένα με μαύρο ύφασμα και στολισμένα με στεφάνια από φυσικά και τεχνητά άνθη. Πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στην τελετή, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε ο Δημήτριος Χρηστίδης, ένας από τους μαθητές του Φωτιάδη και ήδη δάσκαλος στο Ελληνικό σχολείο των Σερρών.

Από το λόγο του Χρηστίδη αναδημοσιεύω κάποια εκτενή αποσπάσματα, αφιερωμένα στον ευγενή νεκρό και τη μητέρα του, τα οποία μας εξοικειώνουν με το φωτεινό πνεύμα και τη μεγάλη ψυχή ενός εξαιρετικά σπουδαίου Σερραίου:

«[...] Ούτως ο συμπολίτης ημών, του οποίου ήδη τελούμεν το μνημόσυνον, αυξήσας ως έρση [= δροσιά] διά πολλών μόχθων και ανιών, αποσπασθείς δε των μητρικών κόλπων και εις μακράς αποδημήσας γαίας, ίνα αυξήση τας εαυτού γνώσεις, επανελθών δε εκείθεν μετά ζήλου πολλού και μεταφυτεύσας παν ό,τι αγαθόν μετά πενίας και κακουχίας συνήγαγε, και πολλούς υποσχών [= υποφέροντας] πόνους πολεμών κατά της αμαθείας και πολεμούμενος υπ’ αυτής, και μόλις αρξάμενος να ηδύνηται [= χαίρεται] υπό της ιδέας του ότι συνήργησεν εις την ωφέλειαν της εαυτού πατρίδος καταβαλών τας βάσεις της νέας παιδείας και νέαν δους ροπήν εις το πνεύμα της πατρίδος του, ήρθη εκ μέσου ημών 56 ετών την ηλικίαν πολύν πόθον εαυτού καταλείψας.

Ούτως η γηραιά αυτού μήτηρ, ης σήμερον της ανακομιδής γενομένης, συν τω υιώ τελείται το τελευταίον μνημόσυνον, ελπίσασα ότι θέλει θεραπεύσει τας αρχαίας αυτής λύπας, τας από της πενίας και χηρείας προελθούσας, επανιδούσα αυτόν από την πενταετούς αποδημίας επανερχόμενον και απολαύουσα υιού ευγνώμονος και σοφού ευτυχούντος, αλλ’ εξ εναντίας πολλάς υποστάσα βασάνους βλέπουσα αυτόν τοτέ μεν νοσηλευόμενον, τοτέ δε συκοφαντούμενον και καταδιωκόμενον, επείδεν εν τέλει και τον θάνατον αυτού, ώστε μετ’ ολίγας ημέρας, μόλις την στέρησιν του υιού φέρουσα, ως μη αντέχοντος του προ πολλών μηνών νοσούντος αυτής σαρκίου, μετήλλαξε και αύτη τον βίον και κατόπιν εκείνου έδραμεν, ίνα, θερμώς εν τω βίω αγαπώμενοι, συγχρόνως και μετά θάνατον μνημονεύωνται.

[...] Ο δε ημέτερος συμπολίτης, του οποίου το όνομα πάντες μετά σεβασμού αναφέρετε και επί τη στερήσει αυτού πενθούντες συνήλθετε ήδη, [..] τοσαύτα υποσχών [= υποφέροντας] δεινά, και εν ω πλήρης αγάπης και μετά ακαμάτου ζήλου την νεολαίαν της πατρίδος εδίδασκε, διά φθόνον τινων αμβλυοπούντων [= κοντόφθαλμων] προς την πρόοδον των νέων, και μετά ταύτα, ότε συκοφαντηθείς κατεδιώχθη, ουδέποτε ηλάττωσε τον μέγαν αυτού πατριωτισμόν, αλλά διά παντός μέσου ηγωνίζετο να συντελέση εις το καλόν της πόλεως, άλλοτε μεν του κοινού θερμός προστάτης γινόμενος και ρητορεύων κατά των σπαταλώντων το δημόσιον δίκαιον, άλλοτε δε προτρέπων τους συμπολίτας αυτού εις ενδόξους και κοινωφελείς πράξεις, ώστε και την περί του Σχολείου φροντίδα ενεργητικωτέραν κατέστησε, κατορθώσας ώστε να θεωρήται ως το μόνον μέσον, δι’ ου δύναται να ευδαιμονήση η πόλις, και την βιβλιοθήκην επηύξησε διά συνδρομής πολλών ευγενών και φιλοπατρίδων πολιτών. Ταύτα δε πάντα εποίει πρώτος διδούς το παράδειγμα αγαθού πατριώτου· επειδή καίτοι αλλαχόθεν [= από άλλα μέρη] εις επικερδεστέρας και λαμπροτέρας θέσεις προσκαλούμενος, ουδεμίαν εδέχθη, αλλά προυτίμησε να διαμείνη εν τη μικρά και ασήμω πατρίδι και να εκπληρώση τον όρκον ον ώμοσεν [= ορκίστηκε] υπέρ αυτής εν Ευρώπη έτι διατρίβων, καίτοι μικρόν και ασήμαντον λαμβάνων μισθόν και μόλις επαρκούντα εις τας ανάγκας αυτού και της γηραιάς μητρός του. Ορκιζόμενος δε, ταύτα προς εαυτόν έλεγε· «Φωτιάδη! ενθυμού όταν υπάγης εις την πατρίδα να συστήσης μίαν φιλεκπαιδευτικήν εταιρίαν με σκοπόν α΄. να αυξήσης την βιβλιοθήκην του Σχολείου, β΄. τα εισοδήματα αυτού, διά να έχη πλείους διδασκάλους του ενός και των δύω, γ΄. διά να υποστηρίζωνται ευφυείς μαθηταί προς διαδοχήν της διδασκαλίας. Ενθυμού καλώς!!!».

Ευρών δε το Σχολείον όλως ατελές και αμόρφωτον, και αναγκαζόμενος να καταβάλλη πολλούς πόνους, λυπούμενος δε και δι’ όσας έξωθεν υπέφερε προσβολάς περί τα του Σχολείου πράγματα, εκ τούτων μάλιστα και εβλάφθη την υγείαν. Και εν τέλει δε, ότε υπεραυξηθείσα η νόσος αυτού τον εβασάνιζεν ισχυρώς, οπότε συχνότεραι και αλγεινότεραι εγένοντο διά τε ημέρας και νυκτός αι επαναλήψεις του πνιγηρού άσθματος μετά βηχός ισχυρού και εμετού, και τότε εφρόντιζε πάλιν περί της πατρίδος, και έγραφε προς τον ευγενή Θεόδωρον Δουμπίδην περί συστάσεως τυπογραφείου, δι’ ου εμελέτα να διαδώση εις την σερραϊκήν χώραν τα καθήκοντα του αληθούς πατριώτου. Και εκείνος μεν εδέχθη την συνδρομήν, τον δε μακαρίτην κατέλαβε το τέλος του θανάτου.

Ου μόνον δε τον προς την πατρίδα ζήλον ουδέποτε ηλάττωσεν ουδέ παρεπονέθη ποτέ κατ’ αυτής, αλλά και προς τους εχθρούς, τους δωρεάν αυτόν μισήσαντας, δεν εμνησικάκει. Αλλά και ότε εξόριστος εις Τιμουρζίναν έφθασε, κατέγραψε συν εαυτώ και το του διώξαντος όνομα παρά τω ιερεί δεόμενος προς τον Θεόν, ίνα αυτόν τε και εκείνον συγχωρήση, και ότε ήκουσεν εν τέλει την καταστροφήν του βίου αυτού ελυπήθη. Προς δεν την αδελφήν Αικατερίναν, ήτις ανήγγειλεν αυτώ τους λόγους του τότε μετά τον θάνατον εκείνου ελθόντος ενταύθα Πρωτοσυγκέλου, όστις έλεγεν, ότι καλώς ποιήσας απέθανεν ούτως· επειδή ήθελεν εξομόσει, απεκρίθη· «Δεν γνωρίζουσι, φιλτάτη, τι λέγουσιν οι τοιούτοι· επειδή ει μεν εξώμνυεν, υπελείπετο ελπίς σωτηρίας, μετανοήσαντο, ήδη δε απώλετο ο δυστυχής εις αιώνα τον άπαντα». [...]»

-- Σε άλλες ειδήσεις του 1852, η εμποροπανήγυρη του Φεβρουαρίου βρήκε την πόλη ακέφαλη. Ο μέχρι τότε διοικητής Τζεμάλ Εδδίν πασάς είχε ήδη αναχωρήσει για τη νέα του περιφέρεια, τα Βιτόλια (ή Μπίτολα/Μοναστήρι), ενώ ο διάδοχός του, Ζεϊνέλ πασάς, αναμενόταν «ανυπομόνως» από τους Σερραίους να έρθει από την Κωνσταντινούπολη.

-- Στις 21 Απριλίου 1852, στην περιοχή μεταξύ του Δεμίρ Ισσάρ και των Σερρών, θύμα ληστείας έπεσε ο υπηρέτης του Έλληνα εμπόρου Εμμανουήλ Βέγια, ερχόμενος από το Βελιγράδι. Στο δισάκι του κουβαλούσε 70.000 γρόσια, τα οποία και έκαναν φτερά.

Εξάλλου, συμμορίες κακοποιών διέτρεχαν όλη την περιοχή από τα Βοδενά (Έδεσσα) μέχρι τα όρη της Κερκίνης, του Παγγαίου, της Κρέσνας και του Νευροκοπίου διαπράττοντας ληστείες και φόνους με θύματα οδοιπόρους, αλλά και τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Σε σχόλιό του, που φυσικά δεν τολμούσε ν’ αγγίξει την κορυφή της οθωμανικής διοίκησης, η εφημερίδα Τηλέγραφος του Βοσπόρου απέδιδε την αδυναμία καταστολής των φαινομένων αυτών στο μικρό αριθμό έφιππων φυλάκων (Σουβαρή), ο οποίος «δεν εξαρκεί βεβαίως να εξαλείψη τα επισυμβαίνοντα ατακτήματα, οι δε κακούργοι τρόπον τινά ενθαρρύνονται μη τιμωρουμένων των κακών πράξεών των».

-- Τον Οκτώβριο του 1852 ξεκίνησε στην πόλη των Σερρών η συστηματική διδασκαλία της Ιεράς Κατηχήσεως, η οποία καθιερώθηκε να πραγματοποιείται στην αίθουσα της Ελληνικής Σχολής κάθε Κυριακή από τις 8 έως τις 10 μ.μ. (ενδεχομένως σύμφωνα με το τουρκικό σύστημα μέτρησης της ώρας), με τη συμμετοχή μαθητών, αλλά και πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας.

______________________________________

* Απόσπασμα από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 40-42.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εισαγωγή

  Σκοπός της παρούσας έρευνας δεν είναι η συγγραφή της Ιστορίας, αλλά: - α. Η εξοικείωση με τη ζωή στην περιοχή που σήμερα ορίζεται γεωγρ...