-- Τον Μάρτιο του 1885, ο υπαστυνόμος Μεχμέτ
εφέντης επιβεβαίωσε τη φήμη του ικανού αστυνομικού, που δεν διέκρινε τους
κακούργους από την καταγωγή τους, συλλαμβάνοντας τον περιβόητο οθωμανό ληστή
Μαξούτ στο Δημητρίτσι, τόπο καταγωγής του. Ο Μαξούτ είχε συλληφθεί και
παλιότερα, είχε μάλιστα κλειστεί στις φυλακές των Σερρών, απ’ όπου είχε
αποδράσει.
-- Γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές
Απριλίου ένας Σερραίος με το ελληνικό όνομα Νικόλαος, πλην όμως οθωμανός
υπήκοος, βρέθηκε δολοφονημένος μπροστά στην πόρτα ενός χανιού κοντά στο
Σαρμουσακλή. Οι συλληφθέντες ως ύποπτοι ονομάζονταν Κώστας, Χαμδής, Οσμάν και
Κάτσιος.
-- Την ίδια περίοδο, στα όρια του χωριού Πορόια, στην
τοποθεσία Ίσκοβα, βρέθηκαν δολοφονημένοι δύο Στρωμνιτσιώτες. Κίνητρο ήταν
πιθανόν η ληστεία.
-- Στις 23 Απριλίου/5 Μαΐου ένας βοσκός βρέθηκε άγρια
δολοφονημένος στο χωριό Αχινός. Το σώμα του έφερε πάνω από σαράντα μαχαιριές,
τα οστά των βραχιόνων είχαν συνθλιβεί, το δεξί χέρι με τα δάχτυλα είχαν κοπεί,
ενώ το κεφάλι του ήταν διαλυμένο σε τέσσερα μέρη.
Οι υποψίες έπεσαν εξ αρχής στους άνδρες του περιβόητου
Ταχήρ αγά, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο είχε καταστήσει τον βίο των κατοίκων
του χωριού αβίωτο καταπατώντας τις ιδιοκτησίες τους, όπου οι ποιμένες έβοσκαν
τα κοπάδια τους. Μάλιστα οι χωρικοί είχαν κινηθεί νομικά εναντίον του, όμως το
πρωτοδικείο των Σερρών δεν έδωσε την επιθυμητή λύση.
Η δικαίωση για τους χωρικούς ήρθε από το εφετείο της
Θεσσαλονίκης, που έκρινε ότι ο Ταχήρ αγάς άδικα και παράνομα διεκδικούσε τη
νομή των ιδιοκτησιών χρησιμοποιώντας τους Αλβανούς εργάτες του, οι οποίοι
απειλούσαν να σκοτώσουν όσους αντιδρούσαν. Όμως παρά την απόφαση του
δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης, ο Ταχήρ αγάς συνέχισε να ασκεί τρομοκρατία
βάζοντας τους εργάτες του να σκοτώνουν τα ζώα και να δέρνουν τους κατοίκους του
Αχινού.
Μεταξύ δε των απειλουμένων ήταν και ο βοσκός που βρέθηκε
νεκρός, ο οποίος μια μέρα νωρίτερα είχε φιλονικήσει με τον Ταχήρ αγά και τους
φύλακές του. Η αστυνομική έρευνα μάλιστα κατέδειξε ότι η δολοφονία του βοσκού
είχε γίνει κοντά στη μάνδρα των εργατών του αγά, αλλά στη συνέχεια το πτώμα του
μεταφέρθηκε σε άλλο, μακρινό σημείο. Όμως ο Ταχήρ όχι απλά δεν συνελήφθη, αφού άλλωστε
δεν ήταν ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος, αλλά κατάφερε να φυγαδεύσει τους δράστες
εργάτες του, ώστε ούτε αυτοί συνελήφθησαν.
-- Στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου,
πολλοί μικρέμποροι της γύρω περιοχής και υπάλληλοι εμπόρων, που μετέβαιναν στο
παζάρι του Πραβίου, έπεσαν θύματα ληστειών· οι δύο τόλμησαν ν’ αντισταθούν,
δέχτηκαν πυροβολισμούς και ο ένας μάλιστα εξέπνευσε. Το τραγελαφικό ήταν ότι σε
απόσταση είκοσι λεπτών ή μισής ώρας βρίσκονταν φύλακες, οι οποίοι, παρότι ειδοποιήθηκαν,
δεν έπραξαν τίποτα για να καταδιώξουν τους ληστές, με τη δικαιολογία ότι
γιόρταζαν το Ραμαζάνι!
-- Έκπληξη και ανησυχία προκάλεσε η ληστεία του δικηγόρου
Χαλεπλή στις 2 η ώρα το βράδυ (τουρκική ώρα) της 22 Ιουλίου/3 Αυγούστου μέσα
στην πόλη των Σερρών. Οι τρεις ληστές αφαίρεσαν από τον δικηγόρο επτά
οθωμανικές λίρες και το χρυσό ρολόι του. Αυτό ήταν το πρώτο περιστατικό
ληστείας στην πόλη ύστερα από πολλούς μήνες.
-- Στις 26 Ιουλίου/7 Αυγούστου το μεσημέρι, ημέρα
Παρασκευή, μαζί με πολλούς άλλους χριστιανούς και μουσουλμάνους επέστρεφαν από
το παζάρι της Τζουμαγιάς στο Δεμίρ Ισσάρ οι Θωμάς Κ. Παπαχαριζάνης (γαμπρός του
Κωνσταντίνου Συμέτζου) και Κωνσταντίνος Νικολάου (υπάλληλος των αδελφών
Οικονόμου στο Δεμίρ Ισσάρ), όταν στους αμπελώνες του χωριού Λάτροβο (σήμερα
Χορτερό) δέχτηκαν επίθεση από δύο έφιππους Κιρκάσιους ληστές, οι οποίοι τους
απείλησαν: «Θέλουμε τα χρήματά σας κι αυτά αμέσως, αν θέλετε τη ζωή σας».
Αντίστοιχες πρακτικές εφάρμοζαν και πολλοί κολτζήδες του
υποπρακτορείου του μονοπωλίου, ώστε αρχικά οι δύο οδοιπόροι δεν τους πήραν στα
σοβαρά. Όμως επρόκειτο για κανονικούς
ληστές, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν μόνο στα χρήματα, αλλά άρπαξαν μαζί και τα
ρολόγια, τα άλογα και τα σακίδια με ό,τι αυτά περιείχαν (ακόμη και τα εμπορικά
τους βιβλία και άλλα πολύτιμα έγγραφα), ώστε η συνολική οικονομική ζημιά για
τον Παπαχαριζάνη ανήρθε σε 200 τουρκικές λίρες και για τον Νικολάου σε 240 τ. λίρες.
Αυτόπτης μάρτυρας της ληστείας ήταν ένας ταξιλδάρης
(εισπράκτορας φόρων) ονόματι Μαχμούτ, ο οποίος επέπληξε τους ληστές, αλλά
εκείνοι απάντησαν στρέφοντας τα όπλα τους πάνω του και απειλώντας ότι θα τον
σκότωναν. Εκείνος τό βαλε στα πόδια και μέσα σε 20 λεπτά έφτασε στο διοικητήριο
του Δεμίρ Ισσάρ, όπου κατήγγειλε τη ληστεία.
Δέκα μέρες μετά οι δυο ληστές συνελήφθησαν στην οικία
τους στο Αβράτ Ισσάρ (σήμερα Γυναικόκαστρο του Κιλκίς) και τα δύο θύματα αναγνώρισαν
τους δράστες της επίθεσης σε βάρος τους. Ωστόσο, παρά τη θετική μαρτυρία και
τριών ακόμη Οθωμανών αυτοπτών μαρτύρων, η διοίκηση του Δεμίρ Ισσάρ δεν έδειξε
ιδιαίτερο ζήλο για την υπόθεση. Οι ληστές παρέμειναν βέβαια φυλακισμένοι, όμως
–τις πρώτες τουλάχιστον εβδομάδες– δεν πραγματοποιήθηκαν ανακρίσεις για τον
εντοπισμό των κλοπιμαίων, όπως θα περίμενε κανείς.
-- Στις 3/15 Αυγούστου συμμορία δέκα (μάλλον) βούλγαρων
ληστών εισέβαλε στο τουρκικό χωριό Μράμορ (σήμερα Χρυσοπηγή) και απήγαγαν από
τα σπίτια τους δύο από τους πλουσιότερους κατοίκους του χωριού, για την
απελευθέρωση των οποίων ζήτησαν δύο χιλιάδες λίρες.
-- Τον ίδιο μήνα, ληστρική συμμορία με αρχηγό τον περιβόητο
Ξάπρο, ο οποίος είχε δραπετεύσει από τις φυλακές της Θεσσαλονίκης λίγα χρόνια
νωρίτερα, εμφανίστηκε στο χωριό Βεζνίκο (σήμερα Άγιο Πνεύμα).
-- Στις 11/23 Σεπτεμβρίου δώδεκα ληστές εισέβαλαν σε μύλο,
που απείχε περίπου 45 λεπτά από την πόλη των Σερρών. Εκεί αναζήτησαν τον
ιδιοκτήτη του, Δ. Μαρούλη, τον οποίο δεν βρήκαν, ώστε απήγαγαν τον αρτοποιό (ή
αλευρέμπορο), που μίσθωνε το μύλο και ονομαζόταν Χριστόφορος, μαζί με τον
Τουρκαλβανό φύλακα και δύο ακόμη εργαζομένους. Μετά από λίγη ώρα οι δύο
τελευταίοι αφέθηκαν ελεύθεροι και μετέφεραν επιστολή με υπογραφή του απαχθέντα
αρτοποιού προς τον ιδιοκτήτη για την καταβολή 3000 λιρών, προκειμένου οι ληστές
να μην καταστρέψουν τον μύλο του!
-- Στις 29 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου,
ημέρα Κυριακή, η ίδια συμμορία των Στόγιου και Κώτσου, πλέον αποτελούμενη από
40 ληστές, εισέβαλε στο –σήμερα εγκαταλελειμμένο– χωριό Δράνο ή Δρυάνοβο. Αφού
πρώτα άναψαν ένα κεράκι την ώρα της θείας λειτουργίας ως καλοί Χριστιανοί,
αναζήτησαν επτά προκρίτους μέσα στον ναό, τους οποίους όμως δεν βρήκαν, γιατί
ήταν ακόμη νωρίς. Έτσι, επιτέθηκαν σ’ έναν πιστό, τον οποίο άφησαν να
ψυχορραγεί, στον δε περίβολο της εκκλησίας σκότωσαν άλλους δύο, οι οποίοι
ονομάζονταν Καρά Δημήτριος και Ιωάννης Μλάδος. Αιτία; Ήθελαν να εκδικηθούν για
το θάνατο ενός μέλους της συμμορίας τους, κάποιου Αποστόλη, ο οποίος είχε
σκοτωθεί από τον αυτοκρατορικό στρατό πριν κάποια χρόνια. Στη συνέχεια ζήτησαν
από τους χωρικούς να τους καταβάλουν 200 οθωμανικές λίρες εντός τριών ημερών για
την ανέγερση της οικίας του εν λόγω Αποστόλη, απειλώντας να κάψουν το χωριό σε
αντίθετη περίπτωση!
-- Την ίδια μέρα στην κωμόπολη Βαρακλή Τσουμαγιά οι
βουλγαριστές Ίγγλις και Καρατάσιος μαχαίρωσαν και σκότωσαν τον Τόλιο Σεργίου,
πρόεδρο της εφορείας των ελληνικών σχολείων της παλιάς συνοικίας και πατέρα
τεσσάρων παιδιών. Ήταν γύρω στις 2 το βράδυ (τουρκική ώρα), όταν ο Σεργίου
έβγαινε από το σχολείο, όπου συνεδρίαζαν τα μέλη της εφορείας. Μόλις πάτησε το
πόδι του στο κατώφλι της εξωτερικής πόρτας, που λόγω της μεγάλης αυλής απείχε
αρκετά από το κτίριο του σχολείου, οι δυο δολοφόνοι τον μαχαίρωσαν στην κοιλιά
και εξαφανίστηκαν. Μετά από πέντε λεπτά το θύμα εξέπνευσε.
Ο Σεργίου είχε απειληθεί κατά το παρελθόν μαζί με το
διευθυντή των εκεί σχολείων Ι. Ν. Πανταζίδη, επειδή πολλές φορές κατήγγειλαν
στις αρχές τους δόλιους σκοπούς των βουλγαριστών, όπως τον Δεκέμβριο του 1884,
όταν ύστερα από δικές τους παρεμβάσεις έκλεισε η βουλγαρική σχολή της
Τσουμαγιάς.
-- Στις αρχές Οκτωβρίου στην Τσερπίστα (σήμερα Τερπνή) ένας
αγωγιάτης από το Σοχό, ονόματι Δημήτριος, έπεσε θύμα ληστείας από δύο μάλλον
Κιρκάσιους πρόσφυγες. Οι ληστές δεν άρπαξαν απλά όλα τα χρήματα του άτυχου
άνδρα, αλλά και τον τραυμάτισαν με μαχαίρι σε διάφορα σημεία του σώματος και με
περίστροφο στον δεξιό βραχίονα.
Αντίστοιχα περιστατικά φέρονταν να είχαν διαπραχθεί και
στην περιοχή μεταξύ Μασλάρ (σήμερα Αρεθούσα) και Στεφανινών της επαρχίας
Σερρών.
-- Την ίδια περίοδο δύο κακοποιοί,
προερχόμενοι από τη βουλγαρική κοινότητα της Τσουμαγιάς, επιτέθηκαν τη νύχτα με
μαχαίρια σ’ έναν κάτοικο της κωμόπολης, γνωστό ως «Καπετάνο», ο οποίος όμως
κατάφερε να τους ξεφύγει και να τους καταγγείλει στις αρχές. Οι δύο δράστες
οδηγήθηκαν στις φυλακές των Σερρών, όπου παρέμειναν για μία εβδομάδα, όμως μετά
την απόλυσή τους προέβησαν στη δολοφονία και άλλου οικογενειάρχη!
-- Στις 6/18 Οκτωβρίου η συμμορία
των Στόγιου και Κώτσου επανεμφανίστηκε στα Λακκοβίκια (Μεσολακκιά) την ώρα της
θείας λειτουργίας. Κάποιοι από τους ληστές ανέβηκαν στον γυναικωνίτη της
εκκλησίας και ζήτησαν από τις παριστάμενες γυναίκες να επιστρέψουν στα σπίτια
τους, ενώ άλλοι μπήκαν κανονικά στο ναό, άναψαν το κερί τους και παρακολούθησαν
τη Λειτουργία μέχρι τέλους.
Αφού άφησαν μια ομάδα να φρουρεί την πόρτα για να
εμποδίσει την έξοδο των πιστών, οι υπόλοιποι έξι ληστές πήραν μαζί τους τον
μουχτάρη και μετέβησαν στο σπίτι ενός κατοίκου του χωριού, το επώνυμο του
οποίου ήταν Ευθυμίου και ο οποίος πάντρευε τη μέρα εκείνη την κόρη του μ’ έναν
νεαρό από τη Ζηλιάχοβα, που άκουγε στο επώνυμο Μουζάς. Εκεί έκατσαν για κάνα
δίωρο, κατά το οποίο έφαγαν, χόρεψαν, με λίγα λόγια πέρασαν καλά και φεύγοντας
σκέφτηκαν να πάρουν μαζί τους κάποιους από τους συγγενείς της νύφης. Συνοδεία
οργάνων επέστρεψαν όλοι (ληστές και απαχθέντες) στην εκκλησία για να παραλάβουν
τα υπόλοιπα μέρη της συμμορίας μαζί με ορισμένους από τους προκρίτους του
χωριού. Το αποκορύφωμα αυτής της σουρεαλιστικής ιστορίας ήταν ο ξυλοδαρμός
κάποιων Οθωμανών, οι οποίοι είχαν βρεθεί τυχαία στο χωριό τη μέρα εκείνη για να
εργαστούν, με το αιτιολογικό ότι δεν χόρευαν καλά!
Οι απαχθέντες ήταν τουλάχιστον επτά (Ιωάννης Μουζάς από
τη Ζηλιάχοβα, Βασίλειος Ευθυμίου, Μίχος, Πασαλής και Αναστάσιος Εξηνταράς από
τα Λακκοβίκια, Αντούλα Ψωμά από την Αλιστράτη και ο Σερραίος γιατρός Καμβίστας),
στους οποίους μετά από λίγο προστέθηκαν δύο τουρκαλβανοί φύλακες του χωριού και
ένας ακόμα Οθωμανός, τον οποίο συνάντησαν έξω από το χωριό.
Τους τρεις τους απελευθέρωσαν το ίδιο βράδυ: για τους δύο
χωρίς να πάρουν λύτρα, ενώ για τον τρίτο, που ήταν γέρος και δεν μπορούσε να
τους ακολουθήσει, ζήτησαν μονάχα 60 λίρες, κράτησαν όμως τον ανιψιό του ως
εγγύηση. Για την απελευθέρωση των υπολοίπων αιχμαλώτων οι ληστές ζήτησαν 1500
οθωμανικές λίρες: 700 λίρες για τους δύο συμπέθερους, 600 λίρες για τρεις από
τους αιχμαλώτους και 200 για τους άλλους δύο.
Το ίδιο βράδυ στάλθηκε μέρος των
χρημάτων (περίπου 800 λίρες), που όμως δεν ικανοποίησε τους ληστές. Κράτησαν
μόνο τις εξήντα και επέστρεψαν τα υπόλοιπα χρήματα. Τις επόμενες μέρες ο
στρατός κυνήγησε τη συμμορία, που είχε καταφύγει μαζί με τους αιχμαλώτους στο
Παγγαίο, όμως οι ληστές όχι απλά κατάφεραν να ξεφύγουν, αλλά μετά από τέσσερις
μέρες επέστρεψαν ανενόχλητοι τους αιχμαλώτους στα σπίτια τους, αφού
προηγουμένως είχαν λάβει πάνω από 1200 λίρες, κάλυψαν δε το υπολειπόμενο ποσό
με εισπράξεις επί τόπου!
Στο μεταξύ, είτε διασχίζοντας την πεδιάδα των Σερρών είτε
διαβαίνοντας τον ποταμό Αγγίτη, σε διάφορα σημεία οι ληστές ήρθαν αρκετές φορές
σε αντιπαράθεση με τον στρατό που τους καταδίωκε (νιφράμια). Όχι απλά οι ίδιοι
οι ληστές βγήκαν αλώβητοι, αλλά είτε σκότωσαν είτε έδεσαν σε δέντρο είτε ακόμα
και αιχμαλώτισαν αρκετούς στρατιώτες, ενώ μεταξύ των άθλων τους ήταν και η
δολοφονία του Οθωμανού φύλακα του χωριού Δράτσοβα, το πτώμα του οποίου
τεμάχισαν σε μικρά κομμάτια και τα μετέφεραν μέχρι τη Ζηλιάχοβα. Στη δε
Νικήσιανη έσφαξαν άλλους δύο ως εκδίκηση, επειδή δεν βρήκαν ψωμί στο χωριό!
Με αφορμή αυτήν την απίθανη ιστορία στα Λακκοβίκια, στις
8/20 Οκτωβρίου η διοίκηση των Σερρών κάλεσε τους Έλληνες και τους Οθωμανούς
προκρίτους σε σύσκεψη για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων πάταξης της ληστείας, ο
δε μουτεσαρίφης μετέβη στη Ζηλιάχοβα, για να επιβλέψει άμεσα την καταδίωξη των
ληστών. Το θλιβερό όμως της όλης υπόθεσης, όπως επισημάνθηκε στο ρεπορτάζ της
εφημερίδας Νεολόγος, ήταν το γεγονός
ότι από δύο ετών ο καζάς Ζίχνης διέθετε μουβακάτ ασκέρ, δηλαδή προσωρινό στρατό
ειδικά για την καταδίωξη της ληστείας, αποτελούμενο από 40 Τουρκαλβανούς, υπέρ
του οποίου καταβάλλονταν ετησίως 1000 λίρες, οι οποίες, όπως προκύπτει, δεν
είχαν αντίκρισμα.
Το επόμενο διάστημα υπήρξε ωστόσο μια σαφής αυστηροποίηση της στάσης των αρχών στην περιοχή. Έτσι, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο πολλοί πρόκριτοι και απλοί χωρικοί του καζά Ζίχνης, μεταξύ αυτών πολλοί ποιμένες του Παγγαίου, ανακρίθηκαν από το στρατοδικείο και ορισμένοι φυλακίστηκαν με την κατηγορία ότι είχαν παράσχει άρτο στους ληστές κομιτατζήδες.
-- Την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου, ληστές εισέβαλαν στο Σάβιακο (σήμερα Βαμβακόφυτο) και αποκεφάλισαν έναν πρόκριτο του χωριού, από τον οποίο αφαίρεσαν όσα χρήματα είχε στην κατοχή του.
______________________________
* Από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 244-250
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου