- Ο Σαράφωφ και το υπό ίδρυση βουλγαρικό σχολείο
Στις αρχές του 1883, οι Σερραίοι διαμαρτυρήθηκαν στις
τοπικές αρχές για την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου. Στην πραγματικότητα βέβαια
ένα άτυπο βουλγαρικό σχολείο λειτουργούσε από διετίας στη συνοικία των
Καμινικίων, όπου ένας μικρός αριθμός παιδιών από τα γύρω χωριά παρακολουθούσε
κάποια μαθήματα στη βουλγαρική γλώσσα από τον Πέτρο Σαράφωφ, με καταγωγή από το
χωριό Λαμπάχοβα του Νευροκοπίου, ο οποίος στο παρελθόν είχε υπάρξει μαθητής του
Πανταζίδη στις Σέρρες.
Οι διαμαρτυρίες προς την οθωμανική διοίκηση εδράζονταν
στο άρθρο 10 του αυτοκρατορικού διατάγματος, με το οποίο αναγνωριζόταν η
βουλγαρική εξαρχία. Αφενός οι Σέρρες δεν περιλαμβάνονταν στα όρια της εξαρχίας,
όπως αυτά προσδιορίζονταν με την εν λόγω διάταξη, αφετέρου το άρθρο 10 όριζε
ρητά ότι θα μπορούσε μεν μία περιοχή να υπαχθεί ως προς τις πνευματικές της
υποθέσεις (όπως η εκπαίδευση) στη βουλγαρική εξαρχία, αλλά: α) μόνο με την
ομόφωνη γνώμη ή τη συμφωνία τουλάχιστον των δύο τρίτων του πληθυσμού (όμως εν
προκειμένω δεν υφίστατο ούτε το ένα ούτε το άλλο), ενώ β) σε περίπτωση που
«κάποιος προσπαθούσε να παρεμβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο διχόνοιες μεταξύ των
κατοίκων, αυτός θα ευθύνεται και θα τιμωρείται κατά τους νόμους».
Τον Αύγουστο του 1883 ο Σαράφωφ επανήλθε διεκδικώντας την
ίδρυση βουλγαρικού οικοτροφείου στο κέντρο της πόλης, δίπλα στη Μητρόπολη, στην
παλιά διώροφη οικία του ευεργέτη της πόλης Αδάμ Χατζηλαζάρου. Παρότι το σπίτι
ανήκε πλέον στο Δημοσθένη Χατζηλαζάρου, η ενοικίασή του (έναντι 35 λιρών) δεν
έγινε από τον ίδιο, που άλλωστε έμενε αρκετά χρόνια στον Πειραιά, αλλά από τον
επίτροπό του στην πόλη των Σερρών, Παρίση, ο οποίος βρέθηκε στο μάτι του
κυκλώνα. Κάτοικοι των Σερρών στράφηκαν εναντίον του θεωρώντας ότι ενήργησε εκ
προμελέτης (κάποιοι έφτασαν στο σημείο να τον αποκαλούν ακόμα και «δολοφόνο»),
ενώ και ο Δημοσθένης Χατζηλαζάρου από τον Πειραιά ζήτησε την ακύρωση της
συμφωνίας, με τον Παρίση ν’ αρνείται πεισματικά. Κατά τον ισχυρισμό του, όρος
του συμβολαίου ήταν η χρήση της οικίας αποκλειστικά για την κατοικία της
οικογένειας του Σαράφωφ.
Στις 31 Αυγούστου/12
Σεπτεμβρίου διοργανώθηκε συλλαλητήριο, ενώ συγκροτήθηκε και οκταμελής επιτροπή,
η οποία την επομένη επισκέφτηκε τον μητροπολίτη και του ζήτησε να πράξει τα
δέοντα και να πιέσει τον Παρίση, ώστε να λυθεί το ζήτημα μέσα σ’ ένα 48ωρο,
αλλιώς υπήρχε κίνδυνος άλλων δυσάρεστων εξελίξεων, δεδομένου ότι ο Παρίσης
αντιμετωπιζόταν ως προδότης και ήδη είχε δεχτεί ουκ ολίγες ανώνυμες απειλητικές
επιστολές. Υπό την πίεση του Χατζηλαζάρου, ο Σαράφωφ υπαναχώρησε και άρχισε ν’
αναζητά άλλο οίκημα.
Ακολούθησε δεύτερο συλλαλητήριο στις 8/20 Σεπτεμβρίου, όπου
ζητήθηκε να μην δεχτεί κανείς να μισθώσει το σπίτι του στον Βούλγαρο δάσκαλο,
στον οποίο τέθηκε προθεσμία δώδεκα ημερών ν’ αποχωρήσει, αλλιώς ο λαός θα λάμβανε
«τ’ απαιτούμενα μέτρα προς δικαίαν άμυναν των δικαίων και
συμφερόντων αυτού». Τελικά έξι μέρες μετά το δεύτερο αυτό συλλαλητήριο ο Σαράφωφ, που δεν
μπόρεσε να βρει χριστιανική οικία στην πόλη και παράλληλα δεν ήθελε να βρει
σπίτι στην τουρκική συνοικία, υπαναχώρησε και επέστρεψε στο άτυπο σχολείο του
στο προάστειο των Σερρών, όπου ίδρυσε και παρθεναγωγείο.
Συνεχίστηκαν ωστόσο οι κινητοποιήσεις των Σερραίων με νέο
συλλαλητήριο επαγρύπνησης στις 15/27 Σεπτεμβρίου και τη διεύρυνση της
οκταμελούς επιτροπής σε δωδεκαμελή, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η
προπαγάνδα του Σαράφωφ δεν θα εύρισκε ευήκοα ώτα.
Ένα παράπλευρο ζήτημα, που ανέκυψε μέσα απ’ όλο αυτό την
ιστορία, ήταν η αμφιλεγόμενη στάση του τουρκικού τύπου, που έφτασε στο σημείο
να δημοσιεύσει πλαστή διακήρυξη όλων δήθεν των Σερραίων στρεφομένων κατά του μητροπολίτη
Ναθαναήλ. Σε απάντηση δημοσιεύματος της εφημερίδας La Turquie, οι δημογέροντες των Σερρών, οι
έφοροι των εκπαιδευτηρίων και οι έφοροι του νοσοκομείου της πόλης συνυπέγραψαν
επιστολή με ημερομηνία 1 Μαΐου 1883:
«Εν τω υπό ημερομηνίαν 7 απριλίου
και αριθ. φύλλω της εφημερίδος La Turquie εξηνέχθη ορμαθός κατηγοριών κατά
των ελληνικών κοινοτήτων και των αρχιερέων της Μακεδονίας, ότι δήθεν ούτοι εκ
φυλετικού μίσους ορμώμενοι, παραφόρως κατά των Βουλγάρων καταφέρονται,
καταραδιουργούντες αυτούς παρά ταις τοπικαίς αρχαίς ως στασιαστάς, επιβουλευόμενοι
αυτών τα σχολεία, και πολλά και άλλα πράγματα αυτοίς παρέχοντες.
[...] Καθ’ όσον
δ’ αφορά η κατηγορία εις την επαρχίαν Σερρών, καθήκον ημίν επιβάλλεται,
δυσανασχετούσιν επί τη διαστροφή της αληθείας, ολίγας μόνον λέξεις να εκφέρωμεν
προς απόκρουσιν της όλως αδίκως προστριβομένης ημίν μομφής [...].
Διακηρύττομεν
λοιπόν δημοσία ότι είναι όλως ανυπόστατοι και ανύπαρκτοι πάσαι συλλήβδην
κατηγορίαι αι κατά της επαρχίας ημών εν τω μνησθέντι άρθρω εκφερόμεναι, ει και
πολλάς αυτών ο αρθρογράφος, ίνα δώση αυταίς χροιάν τινα πιθανότητος, εφρόντισε
να προσδιορίση κατά χρόνο και τόπον, νομίσας ότι τούτο και μόνον είναι το
αψευδές της αληθείας γνώρισμα.
Εν τέλει του
κατηγορητηρίου επιφέρει ο κατήγορος· «όλος ο πληθυσμός των Σερρών απηύθυνεν
αναφοράν εις την Υψηλήν Πύλην δι’ η εξηλέγχοντο αι συκοφαντίαι του
μητροπολίτου». Εμείναμεν εξεστηκότες τω όντι αναλογιζόμενοι ότι ημείς οι
αντιπροσωπεύοντες την χριστιανικήν κοινότητα ως δημογέροντες και ως έφοροι των
εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών καταστημάτων, ούτε γνώσιν, αλλ’ ουδέ καν νύξιν
ποτέ τοιαύτης αναφοράς ελάβομεν! Τις λοιπόν ο όλος πληθυσμός των Σερρών ο
υπογράψας το έγγραφον τούτο; Εκτός εάν Θράσυλός τις, υπολαβών την πόλιν ως
ιδίαν αυτού κτήσιν, έλαθε σφετερισθείς και την προσωνυμίαν του πληρεξουσίου της
όλης κοινότητος [...]».
- Το προξενικό
ζήτημα
Ένα δεύτερο μεγάλο ζήτημα τη
χρονιά αυτή ήταν το προξενικό. Για ορισμένους ο Μπέτσος έδινε μια καλή αφορμή
αντιπολίτευσης στον Χαρίλαο Τρικούπη, του οποίου είχε αποτελέσει προσωπική
επιλογή. Όμως οι αντιδράσεις απέναντί του δεν είχαν μόνο ταπεινά κομματικά
χαρακτηριστικά.
Σε μια σκληρή κριτική η εφημερίδα
Μη Χάνεσαι (στις 10.05.1883) του
Βλάσση Γαβριηλίδη, που στήριζε αναφανδόν την πολιτική του Τρικούπη, κατηγορούσε
τον Έλληνα πρόξενο ότι «εναυάγησε και εν τη πολιτική και
εν τη εθνική αποστολή του, διότι και με τας εγχωρίας αρχάς από μηνών ήδη
διατελεί εν πλήρει ρήξει και μετά των προϊσταμένων της πόλεως ευρίσκεται εις
πληρεστέραν διάστασιν. Και αυτός ο ίδιος φαίνεται απογοητευμένος και επιθυμεί
την μετάθεσίν του [..] αλλ’ εν Σέρραις απέτυχε, και είνε ως να μην έχωμεν
πρόξενον εκεί».
Το ίδιο και τρεις μήνες αργότερα: «Ο κ. Μπέτσος υπό λαμπρών αισθημάτων εμπνεόμενος εναυάγησεν. Εναυάγησεν
ίσως άμα επάτησεν εκεί τον πόδα του [..] διαιρέσεις εν τω εξωτερικώ δεν
ανεχόμεθα· φρίττομεν· και ο κ. Μπέτσος διήρεσε [..] διότι ιδού ότι και με το
κονάκι τα χάλασε· και με την Κοινότητα τα έχει χαλασμένα· και με τον
Μητροπολίτην δεν πάγει καλά· ώστε αυτός ο κ. Μπέτσος πρέπει να ζητήση την
μετάθεσίν του, πριν ή τα πράγματα δεινωθώσιν πλειότερον».
Τον Φεβρουάριο, ο Θ. Τικόπουλος διορίστηκε προσωρινός
αναπληρωτής του προξένου Ν. Μπέτσου, ο οποίος ωστόσο παρέμεινε στη θέση του
παρά τις αρνητικές αντιδράσεις προς το πρόσωπό του. Οι αντιδράσεις συνεχώς
κλιμακώνονταν, ώστε τον Νοέμβριο στάλθηκε στην ελληνική κυβέρνηση αναφορά με
υπογραφές 30 Σερραίων εναντίον του προξένου. Τελικά, στα τέλη της χρονιάς
αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Μπέτσου από τον Νικόλαο Φουντούλη, μέχρι τότε
πρόξενο της Ελλάδας στην Τραπεζούντα, για την καταλληλότητα του οποίου επίσης
εκφράστηκαν αμφιβολίες. Κατά σύμπτωση στην Τραπεζούντα είχε υπηρετήσει και ο
Μπέτσος πριν τη μετάθεσή του στις Σέρρες και εκεί επανήλθε με τη νέα κυβερνητική
απόφαση.
- Εγκληματικότητα
-- Το 1883 η πόλη των Σερρών είχε
την τύχη να διαθέτει έναν ευσυνείδητο αρχηγό αστυνομίας, τον Χιβζή βέη με
καταγωγή από την Πρεζρένη, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στις Σέρρες στα τέλη της
προηγούμενης χρονιάς. Κάποια παραδείγματα της ευσυνειδησίας του διηγήθηκε ο
ανταποκριτής του Νεολόγου:
Μεταξύ των επιτυχιών του Χιβζή
βέη στο πρώτο τρίμηνο του 1883 ήταν η σύλληψη δύο ψευδοχρυσοχόων, οι οποίοι
μεταξύ άλλων είχαν εξαπατήσει τους μοναχούς της ιεράς μονής Εικοσιφοίνισσας,
ενώ είχαν κλέψει και δύο χειρόγραφα από το μοναστήρι. Όταν αυτοί οδηγήθηκαν
ενώπιον του Χιβζή βέη, επιχείρησαν να τον δωροδοκήσουν με όσα χρήματα είχαν
πάνω τους (142 οθωμανικές λίρες). Εκείνος δεν υπέκυψε στην απόπειρα δωροδοκίας
και οι απατεώνες στάλθηκαν στον εισαγγελέα και εν συνεχεία καταδικάστηκαν σε
φυλάκιση ενός έτους.
Στις 31 Μαρτίου/12 Απριλίου ο Χιβζή βέης δεν δίστασε να
συλλάβει έναν οθωμανό κάτοικο των Σερρών, που την προηγουμένη είχε σκοτώσει
κάποιον χριστιανό, όταν πολλές φορές στο παρελθόν οι οθωμανοί αστυνομικοί είχαν
δείξει μεγάλη αδιαφορία για την εξιχνίαση παρόμοιων εγκλημάτων.
Μια μέρα μετά, ο αρχηγός της αστυνομίας των Σερρών δεν
παρείχε καμία ασυλία ούτε στον αγροφύλακα του χωριού Κοπρίβα (σήμερα
Χείμαρρος), τον Αβρέτ-Χισάρ Οσμάν, ο οποίος είχε σκοτώσει προ ημερών κάποιον
Μεχμέτ Αλή από τη Θεσσαλονίκη και του είχε αφαιρέσει 65 λίρες.
-- Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που απασχόλησε τους Σερραίους
τη χρονιά αυτή ήταν η εξακολούθηση των ληστρικών επιδρομών. Στα πλαίσια της
προσπάθειας για εξάλειψη του φαινομένου, τον Ιούνιο έγινε γνωστό ότι ο
στρατιωτικός διοικητής των Σερρών, Ριφαάτ πασάς, έστειλε παντού προκηρύξεις
ανακοινώνοντας αμοιβή πενήντα λιρών σε όποιον σκότωνε ή συλλάμβανε και παρέδιδε
στις αρχές τον αρχηγό ληστρικής συμμορίας και αμοιβή είκοσι λιρών για κάθε φόνο
ή σύλληψη απλού οπαδού (δηλαδή μέλους συμμορίας).
Μεταξύ των πρώτων θυμάτων ήταν ο περιβόητος ληστής
Δεληολάνης, ο οποίος επί μια πενταετία αποτελούσε φόβητρο στους καζάδες Σερρών
και Ζίχνης. Εξάλλου, στις 25 Ιουνίου/7 Ιουλίου έπεσαν νεκροί ο λήσταρχος
Δημήτριος Ζεμπίλης μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο κι έναν ακόμη ακόλουθό του.
Η συμμορία του Ζεμπίλη ευθυνόταν για το κάψιμο των
εκκλησιαστικών βιβλίων στη Βροντού το 1880, ενώ γενικά ήταν γνωστός για τους
φρικιαστικούς θανάτους που επιφύλασσε σε όσους δεν ήταν αρκετά συνεργάσιμοι
μαζί του. Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη
ανησυχία που προκλήθηκε στη Βροντού, απ’ όπου κατάγονταν τα δύο αδέρφια, το
Μάιο του 1883, όταν πληροφορήθηκαν την κάθοδο της συμμορίας του Ζεμπίλη από τη
Βουλγαρία, η οποία αριθμούσε 30 με 40 –κατ’ άλλους ακόμη και 60– μέλη!
Η δολοφονία του Ζεμπίλη έγινε ως εξής: Έχοντας
πληροφορηθεί την παρουσία του αρχιληστή και οκτώ οπαδών του σ’ ένα δάσος
μιάμιση περίπου ώρα μακριά από τη Βροντού, ο χιλίαρχος Μεχμέτ εφέντης ζήτησε
και παρέλαβε από τον μουδίρη της Βροντούς στρατιώτες και μαζί με κατοίκους του
χωριού άρχισαν την καταδίωξη της συμμορίας τις πρώτες πρωινές ώρες· οι ληστές
αιφνιδίασαν τους διώκτες τους πυροβολώντας πρώτοι, καλά κρυμμένοι στα πυκνά
δέντρα του δάσους, η δε μάχη διήρκεσε οκτώ ολόκληρες ώρες έως τον θάνατο του
ληστή.
-- Ωστόσο δεν άργησε να έρθει και η εκδίκηση από τον
αδερφό του νεκρού, Γ. Ζεμπίλη, ο οποίος «ως τίγρις
λυσσαλέα»
πυροβόλησε και σκότωσε στους αγρούς, ενώ θέριζαν ανυποψίαστοι, τις δύο
αρραβωνιασμένες κόρες, το δεκάχρονο γιο, τη νύφη και τον ανιψιό (8 ως 10 ετών)
του ιερέα της Βροντούς, Ιωάννη.
-- Στον καζά Ζίχνης τα δυσπρόσιτα καταφύγια των ληστών στις χαράδρες του Μενοικίου όρους διευκόλυναν τα έργα τους. Μέρα μεσημέρι, ο Μουσρούκης και η ολιγάριθμη συμμορία του εισέβαλαν στην Τρεστενίτσα (σήμερα Κρυοπηγή), τόπο καταγωγής του λήσταρχου, διέμειναν ανενόχλητοι επί λίγες ημέρες στο σπίτι του Μουσρούκη, ο οποίος ήθελε να πάρει εκδίκηση από κάποιον Κουτίνο, τον οποίο κατηγορούσε ότι είχε ειδοποιήσει τις στρατιωτικές αρχές προ τριών ετών για να τον συλλάβουν. Ο Μουσρούκης σκότωσε τον Κούτινο, τραυμάτισε σοβαρά τη σύζυγό του και πολύ απλά και όμορφα… διέφυγε ανενόχλητος.
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Νεολόγου στην Καβάλα, το πρόβλημα της ληστείας στον καζά της Ζίχνης θ’ αντιμετωπιζόταν, εάν η έδρα της διοίκησης μεταφερόταν στην Αλιστράτη, όπως είχαν ζητήσει στο παρελθόν οι κάτοικοί της, δεδομένου ότι τα περισσότερα χωριά της συγκεκριμένης επαρχίας απείχαν από μισή έως μία ώρα από την «εμπορικώτατη» αυτή κωμόπολη, ενώ αντιθέτως η Ζηλιάχοβα, όπου η επίσημη έδρα, βρισκόταν στην «πλέον απόκεντρο θέση».
_________________________________________
* Από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 190-195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου