Μικρές ειδήσεις από την περιοχή των Σερρών το 1857

-- Ακόμη μια επιστολή εγκωμιαστική προς το πρόσωπο του Μητροπολίτη Ιακώβου δημοσιεύτηκε στην Αμάλθεια της Σμύρνης στις 15.02.1857:

«[...] Ο υπέρ της παιδείας ζήλος του σεβαστού τούτου Αρχιερέως είναι ομολογούμενος· φιλοτίμως και δραστηρίως καταγίνεται εις σύστασιν σχολείων, ού μόνον εν Σέρραις, αλλά και καθ’ όλην την επαρχίαν του. Επί της αρχιερατείας αυτού, συναινέσει των εφόρων και προυχόντων, μεθ’ ων η Α. Π. διάγει εν ειρήνη και αρμονία, φοιτητής του εν Αθήναις Πανεπιστημίου εστάλη δαπάνη της κοινότητος εις την Γερμανίαν, όπου διαμένει εισέτι, μέλλων ν’ αναλάβη επανελθών την διεύθυνσιν των σχολείων· έτερος σπουδάζει έτι εν Αθήναις. Προ δύο ετών επέμφθη εις Σύρον μαθήτρια, και ετέρα μέλλει να σταλή εφέτος.

Περί την εκτέλεσιν των εκκλησιαστικών καθηκόντων του αποδεικνύεται ο Άγιος Σερρών ουχ ήττον ζηλωτής και αξιοπρεπής. Το ευπροσήγορον του ήθους του, το καλοκάγαθον και αόργητον αυτού εμπνέουσιν εις την καρδίαν εκάστου σέβας και αγάπην· ώστε, εάν ερωτήσης, παράπονον κατά του Αρχιερέως δεν ακούεις. Ομολογείται μάλλον πατήρ και προστάτης πάντων αναιξεραίτως και χριστιανών και οθωμανών· διότι πάντες προσφεύγουσιν εις αυτόν πεποιθότες εις την δικαιοφροσύνην και την ευεργετικήν προαίρεσιν αυτού, καθ’ ην ου μόνον εν τη επαρχία, αλλά και εν Κωνσταντινουπόλει πάντοτε συνηγορεί υπέρ των δικαίων.

Ταύτα εισί τα πλεονεκτήματα του Αρχιερέως τούτου, άτινα και αγαπώμεν να κηρύττωμεν δημοσίως διά το καλόν παράδειγμα».

-- Πριν περάσουμε στις κατεξοχήν –και είναι και πολλές! – σερραϊκές ειδήσεις της χρονιάς, αξίζει να γίνει μνεία στον Χρήστο Χαριστό, τον Σερραίο μαθητή της τρίτης τάξης του Β΄ Γυμνασίου Αθηνών, ο οποίος στο τέλος του σχολικού έτους (30 Ιουνίου 1857) κρίθηκε άξιος του τρίτου τη τάξει επαίνου μεταξύ των συμμαθητών του –με άλλα λόγια ήταν ο πέμπτος καλύτερος μαθητής της τάξης του– όπως διαβάζουμε σε αφιέρωμα της Εφημερίδος των Φιλομαθών στους βραβευθέντες μαθητές της σχολικής χρονιάς 1856-57.

……………………………

Και συνεχίζουμε με πιο ενδιαφέρουσες, σερραϊκές ειδήσεις της χρονιάς με την υποσημείωση ότι στις 25 Απριλίου 1857 άρχισε η τακτική αποστολή ανταποκρίσεων από τις Σέρρες στην αθηναϊκή εφημερίδα Αιών, που διήρκησε σχεδόν δύο χρόνια, ώστε είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αρκετές ιστορίες από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

-- Στις 31 Μαρτίου/12 Απριλίου 1857 έφυγε από τη ζωή ο Μαργαρίτης Σκαμπάλης, ο οποίος υπήρξε φοιτητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον τελευταίο χρόνο είχε διακόψει τις σπουδές του για λόγους υγείας. Ο θάνατός του συγκίνησε τους Σερραίους, «διότι ήτο νέος σπανίων προτερημάτων και μεγίστης φιλοπατρίας», όπως παρατηρούσε ο ανταποκριτής του Αιώνα. Με τη διαθήκη του ο Σκαμπάλης άφησε όλη τη μικρή περιουσία του (ένα μεγάλο σπίτι με κήπο) στα σχολεία της πόλης. Λίγες δε μέρες μετά το θάνατό του, η οικία του (χωρίς όμως τον κήπο) πουλήθηκε έναντι 80.000 γροσίων, τα οποία προφανώς διατέθηκαν στον συγκεκριμένο σκοπό.

-- Ο καδής Ζίχνης Μεχμέτ Ραχούτ βέης, άνδρας «ελευθερίου αγωγής και ικανής παιδείας», άφησε «ευαρέστους αναμνήσεις» κατά την περιοδεία του στα χωριά της επαρχίας του την ίδια περίπου περίοδο (Μάρτιος με αρχές Απριλίου). Μάλιστα κατά την επίσκεψή του στο σχολείο του χωριού Λακκοβίκια (η σημερινή Μεσολακκιά), ο καδής δεν περιορίστηκε απλά να προτρέψει τους εκατό περίπου μαθητές να ενδιαφερθούν για τη μόρφωσή τους, αλλά τους έκανε και δώρα, ενώ παράλληλα άφησε στο σχολείο χρηματικό ποσό για την αγορά βιβλίων υπέρ των άπορων μαθητών.

-- Την άνοιξη του 1857 η οθωμανική κυβέρνηση έστειλε μηχανικό για να ερευνήσει και να καθαρίσει την κοίτη του ποταμού Στρυμόνα, που πλημμύριζε συχνά προξενώντας μεγάλες καταστροφές στα παρακείμενα χωράφια.

Εξεταζόταν επίσης το ενδεχόμενο να καταστεί ο ποταμός πλωτός –τουλάχιστον ως προς τα μικρά πλοία– για τη διευκόλυνση της διακίνησης των εμπορευμάτων. Με την προοπτική αυτή συμφωνούσε ο ανταποκριτής της εφημερίδας Αιών σημειώνοντας ότι μ’ ένα τέτοιο έργο «η ανάπτυξις του εμπορίου της πόλεώς μας έσεται μεγίστη, εν ω νυν ευρίσκεται εις νέκρωσιν, ένεκα της περί την συγκοινωνίαν δυσκολίας. Διότι ο Στρυμών, ρέων παρά την πόλιν ημών και εκβάλλων εις τον Στρυμονικόν κόλπον, προς το παρόν μεν αντί ωφελείας γίνεται πρόξενος ζημίας εις το εμπόριον, εάν όμως εκκαθαρισθή και καταστή πλώιμος, θέλει θέσει εις άμεσον, ούτως ειπείν, συγκοινωνίαν την πόλιν ημών μετά του παρά τας εκβολάς αυτού λιμένος, δέκα περίπου ώρας απέχοντος αυτής».

Οι εργασίες καθαρισμού του Στρυμόνα ξεκίνησαν στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου 1857 από την περιοχή της αρχαίας Αμφίπολης, όπου είχε συγκεντρωθεί ικανή ποσότητας λάσπης και άλλων αποβλήτων εξαιτίας των ξύλινων παραπηγμάτων στο συγκεκριμένο σημείο του ποταμού. Από εκεί, σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι εργασίες θα συνεχίζονταν σταδιακά μέχρι την πόλη των Σερρών.

Προηγουμένως, όμως, εκδόθηκε ειδικό φιρμάνι, το οποίο υποχρέωνε όλους τους κατοίκους όσων χωριών απείχαν έως και πέντε ώρες από τις δύο όχθες του ποταμού να εργαστούν για πέντε ημέρες, με την οθωμανική κυβέρνηση να υπόσχεται την προκαταβολή ενός εκατομμυρίου γροσίων συνολικά. Αν τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν στους κατοίκους παραμένει αμφίβολο, ενώ υπήρξαν και κρούσματα αυθαιρεσίας και άσκησης βίας κατά την εφαρμογή του νόμου.

Κατ’ αρχάς το φιρμάνι προκάλεσε τις αντιδράσεις των κατοίκων της επαρχίας Ζίχνης, οι οποίοι ελάχιστες φορές είχαν υποστεί καταστροφές εξαιτίας της πλημμύρας του Στρυμόνα, παρόλα αυτά υποχρεώνονταν να εργαστούν σκληρά σε βάρος των προσωπικών τους υποθέσεων. Συνέταξαν λοιπόν αναφορά, στην οποία φέρεται να συμμετείχε και ο καδής Ζίχνης, Μεχμέτ Ραχούτ βέης. Δεν φαίνεται να εισακούστηκε το αίτημά τους, πάντως οι εργασίες εκκαθάρισης του Στρυμόνα προχωρούσαν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. 

-- Όμως η επαρχία της Ζίχνης πληττόταν και από επιδρομές ληστρικών συμμοριών. Μία τέτοια επιδρομή γύρω στις αρχές Ιουνίου κατέληξε στην απαγωγή του ιερέα της κωμόπολης Κλεπούσνα (σήμερα Αγριανή). Το περιστατικό αυτό ανησύχησε πολύ τους κατοίκους, ενώ επανέφερε στη μνήμη μια παρόμοια υπόθεση, που είχε λάβει χώρα δύο χρόνια νωρίτερα σε κωμόπολη απέχουσα δύο ώρες από την πόλη των Σερρών: την απαγωγή δύο νεαρών, η τύχη των οποίων αγνοείτο ακόμη. Όσον αφορά τον ιερέα της Κλεπούσνας, λίγες εβδομάδες αργότερα βρέθηκε νεκρός με το σώμα του διαμελισμένο.

-- Το ίδιο περίπου διάστημα, τις ημέρες του Μπαϊραμιού, την πόλη των Σερρών αναστάτωσε η δολοφονία ενός Οθωμανού, το πτώμα του οποίου βρέθηκε λίγο έξω από την πόλη. Ο άνδρας δεν ήταν κάτοικος της περιοχής, αλλά είχε έρθει από τις ασιατικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την τακτοποίηση προσωπικών του υποθέσεων. Η αντίδραση της διοίκησης ήταν ενδεικτική της αδιαφορίας με την οποία αντιμετωπίζονταν συνήθως οι παραβατικές συμπεριφορές στην επαρχία Σερρών. Διαβάζουμε από την ανταπόκριση του Α. στον Αιώνα:

«Αναγγελθέντος του περιστατικού τούτου εις την Αρχήν, αύτη απεκρίθη μετά της συνήθους αυτής αδιαφορίας διά της φράσεως «θα γείνη έρευνα». Όταν λοιπόν τοιαύτη αδιαφορία υπάρχη ως προς τα δεινά των Τούρκων εκ μέρους της αρχής, ευκόλως δύνασθε να συμπεράνητε, οποία φροντίς λαμβάνεται και διά τα δεινά των χριστιανών, άτινα βεβαίως ήθελον είσθαι ανυπόφορα, εάν η διηνεκής μέριμνα και ικανότης του Σ. Αρχιερέως ημών Κ. Ιακώβου δεν ανεχαίτιζον τους κακοβούλους».

-- Στις 12/24 Ιουλίου τα Λακκοβίκια αποτέλεσαν στόχο ακόμη μίας ληστρικής επιδρομής. Κατά τη δύση του ηλίου, εννιά ληστές απήγαγαν πέντε νέους του χωριού, την ώρα που εκείνοι επέστρεφαν στα σπίτια τους από τις αγροτικές εργασίες. Αφού τους μετέφεραν σε παρακείμενο λάκκο, απελευθέρωσαν τον ένα εξ αυτών, μέσω του οποίου ζήτησαν από τους κατοίκους της περιοχής την καταβολή 40.000 γροσίων ως λύτρα σε συγκεκριμένη τοποθεσία, προκειμένου ν’ απελευθερώσουν και τους υπόλοιπους τέσσερις. Το ποσό ήταν μεγάλο και οι γονείς των απαχθέντων δυσκολεύονταν να το συγκεντρώσουν, ωστόσο με τη συνδρομή των συγχωριανών τους κατάφεραν να μαζέψουν περισσότερα από 12.000 γρόσια, τα οποία έδωσαν στους ληστές κι εκείνοι με τη σειρά τους απελευθέρωσαν τους νεαρούς έναν περίπου μήνα μετά την απαγωγή τους.

Εικόνα γενικευμένης ανομίας έδωσε για ακόμη μια φορά ο ανταποκριτής του Αιώνα μη διστάζοντας να επιρρίψει ευθύνες στις τοπικές αρχές:

«Τι δε πράττουσιν οι επιτετραμμένοι την ασφάλειαν του τόπου; Ούτοι όντες το πλείστον Αλβανοί, άτακτοι και άνευ τινός πειθαρχίας, καραδοκούσι τοιαύτας περιστάσεις, όπως περιέρχωνται τας κώμας, καταβροχθίζοντες τας πήττας και κόττας των κατοίκων. Πολλά δε ενταύθα λέγονται και περί συνεννοήσεως των ληστών μετά του επιτετραμμένου την ασφάλειαν ιδίως της επαρχίας Σερρών, καθόσον μάλιστα η ληστεία αύτη εγένετο εν τη επαρχία Ζήχνας, εμμέσως μόνον υπαγομένη υπό την διοίκησιν της πόλεώς μας, και διά τούτο η ευθύνη αυτής υπάγεται εις άλλους και ουχί εις αυτήν. Ο δε διοικητής Σερρών, εις τον οποίον ανηγγέλθη το πράγμα, νήδυμον [=γλυκό, αδιατάρακτο] καθεύδει ύπνον, ευχαριστών τον Θεόν, ότι τοιαύτα δεν συμβαίνουσιν εν τη επαρχία του. Τοιαύτη αδράνεια και αδιαφορία εκ μέρους των Αρχών φέρει εις πλείστην αμηχανίαν τους κατοίκους, και μάλιστα την γεωργικήν τάξιν».

Όλα έδειχναν ότι οι απαγωγείς ήταν μέλη μιας συμμορίας που φώλιαζε στα βουνά γύρω από το Στρυμονικό κόλπο και ήταν υπεύθυνη για τη διάπραξη σειράς κακουργημάτων στην περιοχή. Δεν αποκλείεται να ευθύνονταν ακόμα και για την απαγωγή και δολοφονία του ιερέα της Κλεπούσνας.

Αρχηγός της συμμορίας ήταν κάποιος Ραβότας, ο οποίος τον Απρίλιο του 1857 εισήλθε ανενόχλητος στην πόλη των Σερρών, παρότι συνοδευόταν από οπλισμένους οπαδούς του, και επισκέφτηκε τον Μητροπολίτη και τους εμπόρους της πόλης απαιτώντας την αμνήστευσή του. Καθώς όμως ο Διοικητής των Σερρών ζητούσε από τους μεσίτες την παροχή εγγυήσεων ως προς τη μελλοντική διαγωγή των ληστών, τις οποίες φυσικά εκείνοι δεν μπορούσαν να δώσουν και δεν έδωσαν, ο Ραβότας με τη συμμορία του έφυγαν από την πόλη ανενόχλητοι, όπως ακριβώς είχαν έρθει εξ αρχής!

Και ο ανταποκριτής του Αιώνα σχολίαζε: «Ο τρόπος ούτος της διαπραγματεύσεως αμνηστείας είναι πρωτοφανής, και το τόλμημα των ληστών δεικνύει ή περιφρόνησιν προς την εν τη πόλει υπάρχουσαν μηδαμινήν δύναμιν, ή συνεννόησιν προς αυτήν. Διότι πώς είναι δυνατόν να τηρηθή η ασφάλεια πόλεως, υπέρ τας 30 χιλ. πληθυσμόν εχούσης, υπό 10 ή 20 το πολύ Αλβανών ατάκτων; Επειδή ου μόνον εντός της πόλεώς μας, αλλά και εις τας παρακειμένας επαρχίας ουδέ εις στρατιώτης τακτικός υπάρχει, αλλ’ όλων των μερών τούτων η ασφάλεια είναι εμπεπιστευμένη εις Αλβανούς, επάγγελμα τούτο έχοντας. Αλλά και τόσον ολίγοι όντες οι εμπεπιστευμένοι την ασφάλειαν της πόλεώς μας, ηδύναντο, εάν ήθελον, να δείξωσιν εις τους ληστάς, ότι ζώσι, και να μην αφήσωσιν αυτούς να εισέλθωσι και εξέλθωσι της πόλεως μετά τοσαύτης θρασύτητος και αφοβίας. [..] Όταν λοιπόν οι κάτοικοι των πόλεων έχωσι τοιαύτην ασφάλειαν, εννοείτε ευκόλως, οποίαν ασφάλειαν έχουσιν οι δυστυχείς κάτοικοι των χωρίων».

-- Την ίδια περίοδο με την απαγωγή των τεσσάρων στα Λακκοβίκια, ένα άλλο κακούργημα που συγκλόνισε την περιφέρεια Ζίχνης, ήταν η σφαγή τεσσάρων παιδιών από την Στάρτιστα (σήμερα Περιθώρι Δράμας), τα οποία είχαν βγει το βράδυ να βοσκήσουν τα ζώα τους και το πρωί βρέθηκαν δολοφονημένα.

-- Ακόμη ένα περιστατικό βίας στα Λακκοβίκια: Νωρίς το πρωί της 4/16 Νοεμβρίου 1857, όταν ακόμη ανέτειλε ο ήλιος, σε απόσταση μισής ώρας από την κοινότητα, έξι ληστές επιτέθηκαν σε τρεις κατοίκους του χωριού, τους ξυλοκόπησαν και αφαίρεσαν από αυτούς 12.000 γρόσια. Το ποσό αντιστοιχούσε σε ελάχιστο μέρος των φόρων των κατοίκων των Λακκοβικίων και προοριζόταν για το κεντρικό ταμείο της επαρχίας, στην Ζηλιάχοβα (η σημερινή Νέα Ζίχνη).

Η απάντηση του διοικητή Ζίχνης ήταν να έρθει αυτοπροσώπως στα Λακκοβίκια στα πλαίσια της έρευνας για τον εντοπισμό των δραστών, λες και οι ληστές ήταν κάτοικοι των χωριού και όχι μέλη κάποιας από τις γνωστές συμμορίες που λυμαίνονταν την περιοχή. Φυσικά οι έρευνες ήταν ατελέσφορες, ο δε διοικητής περιορίστηκε να αφήσει ένα χρηματικό ποσό για τις ανάγκες του σχολείου της κοινότητας, όπως συνήθιζε να κάνει στις περιοδείες του στα χωριά της επαρχίας.

-- Μια ιστορία για αγρίους διαδραματίστηκε στην Αλιστράτη το φθινόπωρο του 1857. Σ’ ένα χωριό της επαρχίας Δράμας, κάποιος χωρικός ερωτεύθηκε μια κοπέλα, την οποία μάλιστα ζήτησε και σε γάμο, μόνο που εκείνη δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Ο χωρικός τότε ζήτησε τη βοήθεια του κιρ σιρτάρη (δηλαδή του αρχηγού των ατάκτων που είχαν αναλάβει την ασφάλεια της επαρχίας) της Δράμας, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε τη βοήθεια του μητροπολίτη Δράμας, που έδρευε στην Αλιστράτη. Καλοπροαίρετα ο μητροπολίτης μεσολάβησε στην κοπέλα, η οποία όμως ήταν ανένδοτη. Έτσι, ο Ιεράρχης αναγκάστηκε να δηλώσει στον κιρ σιρτάρη ότι το συνοικέσιο ήταν αδύνατο. Ο τελευταίος όμως εξοργίστηκε κι έστειλε στη Μητρόπολη τέσσερις ενόπλους, οι οποίοι με την απειλή μαχαιριών άρπαξαν το κορίτσι μπροστά στον Ιεράρχη και τη μετέφεραν στον αρχηγό τους για να παντρέψει την κοπέλα με το φίλο του παρά τη θέλησής της!

-- Την καχυποψία της χριστιανικής κοινότητας των Σερρών έναντι των Εβραίων, που ζούσαν στην πόλη, αποτυπώνει μία ανταπόκριση προς τον Αιώνα το Δεκέμβριο του 1857. Μέσα από δύο πολύ συγκεκριμένα περιστατικά, που στην ουσία υποδήλωναν την αυθαιρεσία των τοπικών αρχών με την κατ’ επιλογή εφαρμογή του νόμου χωρίς όμως να υπάρχει το παραμικρό θρησκευτικό υπόβαθρο, ήρθε στην επιφάνεια μια υποβόσκουσα αντιπαλότητα μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών –τουλάχιστον από τη μεριά της χριστιανικής κοινότητας, από τη σκοπιά της οποίας αντλούμε τις όποιες σχετικές πληροφορίες.

Στο πρώτο περιστατικό, κάποιοι Σερραίοι, που τύγχαναν Εβραίοι στο θρήσκευμα, ξυλοκόπησαν άδικα μια Χριστιανή, επειδή είχε ξεχειλίσει ο απόπατος του σπιτιού της, που βρισκόταν δίπλα στα δικά τους. Όταν ο σύζυγος της γυναίκας, ο οποίος την ώρα του επεισοδίου απουσίαζε, κατήγγειλε το απαράδεκτο αυτό συμβάν στον μητροπολίτη και αυτός με τη σειρά του το ανέφερε στον διοικητή ζητώντας την τιμωρία των ενόχων, ο τελευταίος έδειξε αδικαιολόγητη αδιαφορία, ώστε κανένας δεν τιμωρήθηκε στον ένα και πλέον μήνα από τότε που έλαβε χώρα το συμβάν μέχρι την αποστολή της ανταπόκρισης στην εφημερίδα.

Στο δεύτερο περιστατικό, που έλαβε χώρα την ίδια περίοδο, ένας Εβραίος κατηγόρησε έναν Χριστιανό κάτοικο της πόλης ότι του είχε κλέψει κάποια πράγματα. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην οικία του Χριστιανού βρέθηκε μονάχα ένα πήλινο αγγείο που έμοιαζε με τα κλαπέντα, ώστε ο άνθρωπος αυτός αμέσως φυλακίστηκε, χωρίς καν να προηγηθεί δίκη.

Τελικά η ιστορία είχε αίσιο τέλος χάρη στις ενέργειες του μητροπολίτη Ιακώβου. Δεδομένου ότι παρόμοια πήλινα αγγεία υπήρχαν πολλά στην πόλη, μεταξύ άλλων και στη Μητρόπολη, τα μάζεψε και τα έστειλε στην τοπική Διοίκηση λέγοντας ότι από τη στιγμή που βρέθηκαν τόσα αγγεία στο κτίριο της Μητρόπολης, θα έπρεπε κατά τη συνετή κρίση της Αρχής να κριθεί ακόμη περισσότερο ένοχος ο ίδιος ο μητροπολίτης αντί του ταλαίπωρου ανθρώπου, στο σπίτι του οποίου είχε βρεθεί μονάχα ένα!

Για κάποιο λόγο ωστόσο, στην οπωσδήποτε άδικη μεταχείριση του χριστιανού δόθηκαν διαστάσεις θρησκευτικής αντιπαλότητας, ώστε από τον μητροπολίτη Ιάκωβο και τους προκρίτους της πόλης αποφασίστηκε η διακοπή κάθε συναλλαγής των Χριστιανών με τους Εβραίους, οι οποίοι με τη σειρά τους διαμαρτυρήθηκαν στον διοικητή των Σερρών, καθώς τον πρώτο καιρό το εμπάργκο ήταν πετυχημένο, παρότι σταδιακά αυτό άρχισε να χαλαρώνει, όπως συνήθως συμβαίνει.

-- Από την άλλη, υπήρχαν κρούσματα ανομίας που θεμελιώνονταν στη σχέση επικυρίαρχου και υποτελή, δηλαδή στη σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση των Οθωμανών έναντι του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού, όπως στο παρακάτω περιστατικό που απασχόλησε τα σερραϊκά δικαστήρια στα τέλη του 1857.

Όλα ξεκίνησαν στο Πετρίτσι τον μήνα Νοέμβριο. Ένας Χριστιανός κάτοικος της κωμόπολης αποβίωσε αφήνοντας νόμιμους κληρονόμους. Ωστόσο κάποιος Οθωμανός κάτοικος της ίδιας περιοχής προσέφυγε στον τοπικό καδή ισχυριζόμενος ότι ο αποβιώσας, όσο ζούσε,  του είχε υποσχεθεί το 1/3 της περιουσίας του!

Για τους Οθωμανούς αποτελούσε συνήθη πρακτική η προβολή εξωφρενικά ψευδών ισχυρισμών, για την απόδειξη των οποίων αρκούσαν απλά οι καταθέσεις δύο ψευδομαρτύρων, ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν έγγραφα (π.χ. μια διαθήκη), που καταμαρτυρούσαν το ακριβώς αντίθετο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο ο εν λόγω Οθωμανός δεν κατάφερε να βρει τους απαραίτητους ψευδομάρτυρες, ώστε ο καδής του Πετριτσίου δικαίωσε τους εναγόμενους, στους οποίους μάλιστα επέδωσε επίσημα και την απόφασή του.

Αποφασισμένος όμως ο Οθωμανός να βάλει χέρι στην περιουσία του νεκρού, μπόρεσε τελικά να βρει δυο ψευδομάρτυρες και προσέφυγε στο Μεζλήσι (κυβερνητικό δικαστήριο) των Σερρών, το οποίο αγνόησε παντελώς την απόφασή του καδή, την ανέτρεψε και υποχρέωσε τους νόμιμους κληρονόμους ν’ αποδώσουν στον Οθωμανό το ένα τρίτο της περιουσίας που είχαν κληρονομήσει!

_______________________________________________

* Απόσπασμα από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 48-55.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εισαγωγή

  Σκοπός της παρούσας έρευνας δεν είναι η συγγραφή της Ιστορίας, αλλά: - α. Η εξοικείωση με τη ζωή στην περιοχή που σήμερα ορίζεται γεωγρ...