Το Μάιο του 1841 ο πρόξενος της Γαλλίας στις Σέρρες, Jean Manuel, έγραψε στον καθηγητή Μηνά Μινωίδη στο Παρίσι για την ασυνήθιστη
ιστορία ενός παιδιού, που για πολλά χρόνια ζούσε ολομόναχο και αυτοσυντηρούμενο
στο όρος Μενοίκιο και τα γύρω βουνά.
Το παιδί είχε γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σ’ ένα χωριό
του Νευροκοπίου, όμως τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στην Προβίστα
(σήμερα Παλαιοκώμη), ώσπου σε ηλικία 4 ή 5 ετών έχασε τους γονείς του και μ’
έναν αδιανόητο τρόπο βρέθηκε ξαφνικά εγκαταλελειμμένο. Γρήγορα κατάφερε να
προσαρμοστεί –παρά το μικρό της ηλικίας του– στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες
διαβίωσης, ζώντας στα βουνά και αποστρεφόμενο κάθε επαφή με άλλους ανθρώπους. Η
ζωή του άρχισε ν’ αλλάζει μόλις το 1831, σε ηλικία (περίπου) δέκα ετών, όταν
βρέθηκε στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου.
Αυτή ήταν η αποστολή του Γάλλου προξένου, όπως αναδημοσιεύτηκε από το
γαλλικό επιστημονικό περιοδικό L’Anthropologie τον Ιανουάριο του
1904:
Σέρρες, 18 Μαΐου 1841
Επιθυμείτε, κύριε, μια περιγραφή του άγριου παιδιού που
βρέθηκε στα περίχωρα του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη. Σπεύδω με χαρά να
ικανοποιήσω την απορία σας. Το εν λόγω παιδί γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της
επαρχίας Νευροκοπίου, όμως μαζί με την οικογένειά του ζούσαν κοντά στην
Προβίστα. Μετά το θάνατο του πατέρα και της μητέρας του, ο μεγαλύτερος αδερφός
του το έριξε στο γειτονικό ποτάμι [σ.σ. στον Αγγίτη], παραπόταμο του Στρυμόνα.
Δεν είναι γνωστά τα κίνητρα που τον ώθησαν να διαπράξει αυτό το έγκλημα. Εκείνη
την εποχή το παιδί ήταν σε ηλικία τεσσάρων με πέντε ετών, ενώ άλλοι λένε ότι
ήταν μεγαλύτερο. Μισή ώρα αφότου ρίχτηκε [σ.σ. στο ποτάμι], το ρεύμα του νερού
έβγαλε το παιδί στην όχθη σε αξιοθρήνητη κατάσταση, σωσμένο ως εκ θαύματος.
Ήταν πολύ πεινασμένο και σχεδόν γυμνό. Αφού έκλαιγε για αρκετή ώρα, χωρίς να μπορεί
κάποιος να το βοηθήσει, είχε κουραστεί τόσο πολύ από το κλάμα, ώστε δεν
μπορούσε να βγάλει φωνή. Πήρε το μονοπάτι των βουνών και η μεγάλη πείνα το
υποχρέωσε ν’ αρχίσει να τρέφεται με χόρτα που έβγαιναν από τη γη. Ζούσε μια
τέτοια άγρια ζωή επί τέσσερα χρόνια. Το καλοκαίρι τρεφόταν με φυτά και το
χειμώνα από τη γη. Περνούσε τις νύχτες μέσα σε τρύπες ή κάτω από κάποιο μεγάλο
βράχο, συχνά με τη συντροφιά αρκούδων και άλλων άγριων ζώων. Πολλές φορές το έβλεπαν οι βοσκοί, οι οποίοι
έψαχναν τρόπο να το αιφνιδιάσουν, όμως το άγριο παιδί είχε αποκτήσει τέτοια
ταχύτητα στα πόδια, ώστε ακόμη και ο πιο ικανός δρομέας δεν μπορούσε να το
προλάβει. Βεβαιώνεται ότι δύο φορές οι βοσκοί το αιφνιδίασαν και το οδήγησαν σ’
ένα χωριό, όμως το άγριο παιδί είχε τέτοια αποστροφή για τη σπιτική ζωή, ώστε έβρισκε
την κατάλληλη ευκαιρία ν’ αποκτήσει την ελευθερία του. Το παιδί έζησε κατ’
αυτόν τον τρόπο επί τέσσερα χρόνια περιπλανώμενο από το ένα βουνό στο άλλο.
Τελικά, το Μάιο του 1831 προσέγγισε το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου οι
βοσκοί το αιφνιδίασαν μέσα στη νύχτα και το οδήγησαν στο μοναστήρι. Βρισκόταν
σ’ αυτήν την κατάσταση: ήταν περίπου δέκα ετών, τελείως γυμνό, είχε πολλές
πληγές στο πρόσωπο και όλο το λευκό κορμί του είχε αποκτήσει το χρώμα του
μόλυβδου. Αυτήν την αλλαγή του χρώματος μπορούμε να την αποδώσουμε στις
αντίξοες καιρικές συνθήκες και στη φύση της διατροφής του. Στην αρχή της
αιχμαλωσίας του αρνιόταν κάθε είδους τροφή που του προσφερόταν και οι μοναχοί
έπρεπε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας να το βγάζουν να βοσκήσει στα
χωράφια με τη συνοδεία φυλάκων. Έπεφτε κατάχαμα και με το στόμα του διάλεγε τα
χόρτα που του ταίριαζαν. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να τα κόψει.
Αν κάποιος του παρουσίαζε είτε φυτά είτε κρέατα, τα αρνιόταν. Έξι μήνες μετά
την είσοδό του στο μοναστήρι άρχισε να προφέρει κάποιες μονοσύλλαβες λέξεις και
να τρέφεται με κρέας. Αργότερα μπορούσε να μιλάει τη γλώσσα του, τα βουλγαρικά.
Έλεγε ότι θυμόταν το μεγαλύτερο αδερφό του να τον ρίχνει στο ποτάμι, όμως δεν
θυμόταν πώς το ρεύμα τον έβγαλε στο χώμα. Στην αρχή της αιχμαλωσίας του στο
μοναστήρι αρρώστησε, όμως στη συνέχεια θεραπεύτηκε. Μέχρι πέρυσι, ο κάποτε
άγριος νεαρός άνδρας ζούσε στο μοναστήρι και εκτελούσε αρκετά καλά τα καθήκοντά
του. Σήμερα έχει αποσυρθεί στο χωριό Μερτάτη [σ.σ. σήμερα Ξηρότοπος], όπου
σκέφτεται να παντρευτεί».
________________________________________________
* Απόσπασμα από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 28-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου