Τις εντυπώσεις του από τον Κουλά, την περίφημη Ακρόπολη
της πόλης των Σερρών, με αναφορές τόσο στο γύρω τοπίο όσο και στη θέα από εκεί
ψηλά μοιράστηκε με τους αναγνώστες του Φάρου
της Μακεδονίας ο ανταποκριτής της εφημερίδας στην περιοχή τον Αύγουστο του
1885 σ’ ένα σπάνιο άρθρο με τίτλο «ΕΙΣ ΘΕΑΤΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΕΡΡΩΝ»:
«Προς βορράν της πόλεως Σερρών, εξαπλούται λόφος, επί του
οποίου υπάρχει πύργος, περί του οποίου γράψω υμίν προσεχώς, και τινα επίσης
ερείπια φρουρίων εν μέσω των οποίων κείται ναΐσκος εποχής ίσως Βυζαντινής, «αγ.
Νικολάου» καλούμενος. Ιστάμενος ο θεατής επί του υψηλού τούτου λόφου, ορά προς
Ν. εκτεταμένην την πεδιάδα των Σερρών άπασαν, τον Στρυμώνα ποταμόν εν τω μέσω
αυτής έρποντα ελικοειδώς ως όψιν, και ποτίζοντα τους καρποφόρους αγρούς της,
διαφόρους καταφύτους θέσεις εν αις διακρίνονται αι κατάφυτοι όχθαι της
Κερκινίτιδος λίμνης, της παραγούσης και λαμπρούς «εγχέλοις» και τα ήδιστα
«γριβάδια», την πλευράν του διαμερίσματος Νιγρίτης και Αηδονοχωρίου, μετά πασών
των ελληνίδων Κοινοτήτων μέχρι του Στρυμ. Κόλ. θέαμα κινούν την έκστασιν, και
αναμιμνήσκον τω θεατή εποχήν αρχαίαν διά της Αμφιπόλεως (Γενίκιοϊ) κάλλιστα
φαινομένης.
Στρέφων δε τους εαυτού οφθαλμούς
προς Α. εκπλησσόμενος ο θεατής θεωρεί τας χιονοσκεπείς κορυφάς του Παγγαίου
πάσας, τας λαμπράς ελληνίδας κωμοπόλεις της Ζίχνης, τας υπό τας υπωρείας αυτού
κειμένας, δηλονότι το Ροδολείβος υπό 700 οικογενειών οικούμενον, και διατηρούν
σχολεία σχετικώς κάλλιστα, το Σέμαλτον, Προβίσταν, Λακκοβίκια επίσης υπό 500
οικογ. οικούμενον ελλ. πασών, την Βιτάστα, το Κιούπκοϊ (Εβδομίστη) καλούμενον
και τα χωρία Αντσίστα, Κουρμίστα, Βουλτσίστα, Κοτσάκη εν τω μέσω της καρποφόρου
της Ζίχνης πεδιάδος, της παραγούσης ωραία είδη καπνά, βαμβάκια, σίτον,
γλυκάνισον και σύσαμον, άμα δε και προ
ετών 5 αφχιόνια ολίγον κατώτερα της Ανατολής.
Και υπό τους πόδας νεύων το όμμα
έχει την πόλιν Σερρών σχεδόν πάσαν, εν η πρωτίστως διαβλέπει το μήπω τελειώσαν
και νυν ιδρυόμενον φιλανθρωπικόν κατάστημα το Νοσοκομείον, όπερ δείκνυσιν αυτή [σ.σ.
στην πόλη] τα ευγενή αισθήματα των πολιτών, το λιθόκτιστον Γυμνάσιον,
επισυνημμένω τούτω τυγχάνουσι και το Ελλ. Σχολείον λεγόμενον, την Κεντρικήν
Δημοτ. των αρρέννων Σχολήν, μετά του Κεντρικού Παρθεναγωγείου, την ιεράν
Μητρόπολιν μετά του αυτής κωδωνοστασίου, πολλά και διάφορα άλλα τοιαύτα των
πολλών και διαφόρων της πόλεως εκκλησιών, το μέγα και παλαιόν ωρολόγιον
ανυψούμενον μετά των πολλών μιναρέδων διακρινομένου του της αγ. Σοφίας «Εσκή
τζαμί», κήπους πολλούς προς Ν. της πόλεως και παρά την συνοικίαν «Αραμπατσή» και
«Καμενίκια», τας εστημένας και λευκάς σκηνάς του διαμένοντος ενταύθα στρατού
της Α. Μ. του Άνακτος ημών εις το άκρον της πόλεως εν θέσει καταφύτω, τον
Δημαρχιακόν κήπον, εντός του οποίου υπάρχει το εαρινόν θέατρον μετά κομψού
καφενείου, ένθα αναλαμβάνουσιν οι περιπατητικοί Σερραίοι τον ζύθον και τα λοιπά
αναψυκτικά ποτά μετά των επιδορπίων, και πληθύν όχλου αναβαινομένου και
καταβαινομένου εν ταις λοιπαίς εκεί και τερπναίς εξοχικαίς θέσεσι, των «Αγ.
Αναργύρων» ένθα διαυγέστατον υπάρχει ύδωρ μετά καφενείου επίσης καλού, και του
«Αγ. Γεωργίου» ενώ επίσης υπάρχει αήρ θαλάσσιος πνέων εκ του λιμένος του
Ορφανίου, εν τη μέση δε της λαμπράς ταύτης απόψεως, κυματιζούσας ο θεατής
πλησίον αλλήλας θεάται και τας σημαίας, της τε Σ. ημών Κυβερνήσεως εν τω
τεμένει του Εσκή τζαμί και τας των φίλων Αυτή δυνάμεων Αγγλίας, Ιταλίας,
Αυστρίας και Ελλάδος, και επιδεικνυούσας διά του χαιρετίζοντος ούτως ειπείν
εκείνου κυματισμού, την προς τον Σ. ημών Άνακτα αγάπην, την αμοιβαίαν και
συμπαγή.
Συγκινούμενος πλέον και
γοητευόμενος, ίν’ αναπαυθή επιθυμών ο θεατής στρέφει προς το Β. μέρος, οπότε
εκπλησσόμενος ετέραν επίσης διαβλέπει ανοιγομένην αυτώ θέαν εκ συστάδος
πλατυφύλλων και πολυκλώνων πλατάνων και ιτεών, μέγαν χείμαρρον αγερώχως
καταβαίνοντα με θολά ύδατα απειλούντα την πόλιν, γέφυραν ενούσαν την πόλιν μετά
του προαστείου του Κατακονόζη και του περιβόλου της εικοσιφοινίσης Παναγίας,
όχλον συναντιζόμενον επ’ αυτής και την εξοχήν του Βέη Βαξέ εν η οι ευγενείς της
πόλεως Σερρών, ο καθηγητικός σύλλογος των διδασκάλων μετά των επιστημόνων
ιατρών και δικηγόρων, οι ευεργετούντες την κοινωνίαν έμποροι, και πολλαί των
δεσποινίδων και κυριών καθ’ όλον το θέρος ενδιατρίβουσι.
Ελκόμενοι υπό της μαγευτικής ταύτης φύσεως ο θεατής, δεν δύναται ή ν’ αφήση τον λόφον και να οδεύση προς αυτήν εντρυφών εν μέσω κατασκίου δάσεως· φθάνων δε και καθεζόμενος λαμβάνει καθαρόν ύδωρ μετά λουκομίου υπό Ασιανού προσφερομένων, και καφέ, ακούων παρ’ αυτού το βαρέως και αγερώχως εκ του στόματος αυτού εξερχόμενον «ως ευ παρέστης» «ως γκελτήν» και μετά την πληρωμήν «να σας επανίδω» «γκενέ μπυούρουν». Το παν εκεί ήρεμα διατελεί, μόνον ακούει τις τον κρότον των κύβων των ταβλίων κάπου κάπου, και τον εκ της αύρας ψιθυρισμόν των φύλλων του δάσους, τους τροχούς των αμαξών φερουσών τας οικογενείας, των τα πρώτα φερόντων, και τεμάχια τινα μικρά της παιανιζούσης εκεί μικράς λατέρνας τερπούσης τας χορευτρίας των δεσποινίδων.
Προχωρών τις προς τα άνω και βορείως, απαντά μετά 1/5 της ώρας επίσης άλλην θέσιν, την θέσιν των Στοών (Κιοσκίων) ένθα διαβλέπει δένδρα πελώρια και γεγηρακότα, χόρτα καταπρασινίζοντα την πεδιάδα εκεί, ύδατα άφθονα, μύλους αλέθοντας, βοσκούσας όρνιθας, και αλέκτορας ισταμένους υπερηφάνως, καφενείον και αναβρυτήριον, τον χείμαρρον ρέοντα, και απέναντι αυτού έτερον πυκνόν δάσος· θέαμα μαγευτικόν».
______________________________________
* Από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 253-255
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου