Στις 17 Φεβρουαρίου 1886 η αθηναϊκή εφημερίδα Εβδομάς φιλοξένησε ένα εκτενέστατο αφιέρωμα στη Νιγρίτα, «μία των ακμαζουσών και ελληνικωτάτων κωμοπόλεων της Χαλκιδικής Χερσονήσου», την οποία οι Τούρκοι φοβόντουσαν τόσο πολύ, ώστε στις πολεμικές συνδιαλέξεις τους την αποκαλούσαν «Κιουτσούκ Μόρα», δηλαδή «Μικρή Ελλάδα». Απόδειξη δε της φιλοπατρίας των Νιγριτινών ήταν η συμμετοχή τους στη Μακεδονική Επανάσταση του 1854, οπότε «πολλοί των προκρίτων απήχθησαν εις τας φυλακάς της Κωνσταντινουπόλεως».
Κάθε Σάββατο γινόταν αγορά (παζάρι), με τη συμμετοχή εμπόρων ακόμα και
από τη Θεσσαλονίκη. Σημαντική ήταν η τοπική βιομηχανία υφαντουργίας με
υποκαταστήματα σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας.
Το μεγαλύτερο μέρος του αφιερώματος αναφερόταν στους αγώνες που
διεξάγονταν την Κυριακή του Θωμά, τους οποίους η εφημερίδα παρομοίαζε με «σωζόμενους Ολυμπιακούς αγώνες». Έτσι
τους περιέγραφε στους αναγνώστες της:
«[...] Προ μιας ημέρας πάντες
προετοιμάζονται· οι μεν κάτοικοι όπως υποδεχθώσι τους μακρόθεν προσερχομένους
συγγενείς ή φίλους των, οι δε συμμεθέξοντες εις τους αγώνας όπως ώσι κατά πάντα
έτοιμοι. Την πρωίαν της εορτής πάντες πορεύονται εις την εκκλησίαν, όπως από
κοινού προσευχηθώσι· μετά το πέρας δε της ιεροτελεστίας, οι ιππείς έχοντες
ετοίμους τους ίππους των, ιππεύουσιν αυτούς και προσέρχονται εις ωρισμένον
μέρος, όπου αναμένουσιν αυτούς οι αγωνισταί και το πλήθος των θεατών. Τάσσονται
δε ως εξής: προπορεύονται οι ιππείς και σκοπευταί μετά των όπλων των· είτα
έπονται δεξιά μεν αι παρθένοι λευχειμονούσαι και άδουσαι εγχώρια άσματα,
αριστερά δε διάφοροι αγωνισταί· τούτοις έπεται το πλήθος των θεατών.
Μετά πορείαν δε 15 λεπτών φθάνουσιν εις ευρύχωρόν τι και ομαλόν
μέρος, όπου μένει το πλήθος των αγωνισθησομένων εις τον δρόμον, τον δίσκον, το
άλμα και την πάλην· οι δε ιππείς μετά των σκοπευτών και ολίγων θεατών
προχωρούντες φθάνουσιν εις έτερον μέρος επίσης ομαλόν και εκτεταμένον, όπου
ίστανται. Ενταύθα μετ’ ολίγην ανάπαυσιν άρχονται του αγώνος οι σκοπευταί· ούτοι
θέτουσιν εις απόστασιν 400-500 βημάτων λίθον επίπεδον μεγέθους ημίσεως πήχεως,
εις ον βάλλουσι κατά σειράν. Οι επιτυχόντες στεφανούνται θέτοντες επί του όπλου
αντί του παρά τοις αρχαίοις γνωστού κλάδου ελαίας, μη υπαρχούσης ταύτης, κλάδον
ευθαλή θάμνου τινός.
Είτα άρχονται αγωνιζόμενοι οι ιππείς· ούτοι ορίζουσι
προηγουμένως την αφετηρίαν και το τέρμα, τουτέστι το σημείον εις ο πρέπει να
φθάσωσιν· οι ιππείς παρατάσσονται ευθυγράμμως εν τη αφετηρία· δοθέντος δε
σημείου πλήττουσι τους ίππους, οίτινες μετά της ιδιαζούσης αυτοίς υπερηφανείας
αμιλλώνται τίς να υπερτερήση τον άλλον ως προς την ταχύτητα. Το πλήθος μετά
κραυγών και επευφημιών ανακηρύττει τον νικητήν· ο δε ίππος αυτού στεφανούται
δι’ ευθαλών κλάδων θάμνου τινός. Μετά το πέρας των αγώνων τούτων,
προπορευομένων των νικητών, επιστρέφουσιν άδοντες πάντες εις το μέρος, όπου
έμεινε το πλήθος μετά των λοιπών αγωνιστών, ως ανωτέρω είπομεν. Ενταύθα το
πλήθος τους υποδέχεται ζητωκραυγούν και επευφημούν τους νικητάς.
Ήδη μεταβαίνομεν εις την περιγραφήν των άλλων αγώνων,
οίτινες συγχρόνως τοις προρρηθείσι τελούνται. Εν πρώτοις άρχεται ο δρόμος. Νέοι
ευσταλείς και γενναίοι υπέρ τους πεντήκοντα λαμβάνουσι μέρος εις το αγώνα
τούτον· το μεταξύ της αφετηρίας και του τέρματος διάστημα απέχει περί τα 15
λεπτά· καθιστά δε δυσχερή το κατωφερές και ανωφερές της τοποθεσίας. Οι νέοι
παρατάσσονται μόνοι εις την αφετηρίαν· δοθέντος δε σημείου εκ του ετέρου
αντιθέτου μέρους, ένθα ίστανται οι θεαταί, τρέχουσι και προσπαθούσι τίς να
φθάση πρώτος εις το τέρμα. Ενταύθα παρουσιάζεται λίαν λαμπρόν θέαμα, βλέπει τις
δηλ. τους ευσταλείς αυτούς νέους ασθμαίνοντας μεν και κεκμηκότας ως εκ του λίαν
ανωφερούς του εδάφους, εφ’ όσον δε εγγίζουσι προς το τέρμα, τοσούτον μάλλον
εντείνοντας την άμιλλάν των. Ο εν τω δρόμω αριστεύσας προς ταις ζωηραίς
επευφημίαις και ζητωκραυγαίς, λαμβάνει και ως υλικήν αμοιβήν αμνόν παχύν
εστεμμένον δι’ ευθαλών κλάδων θάμνου τινός· επίσης και έκαστος των άλλων
λαμβάνει κατά την ικανότητά του δώρόν τι μικρότερον τεμάχιον εριούχου ή άλλου
τινός υφάσματος.
Είτα έπεται το άλμα. Οι μέλλοντες να λάβωσι μέρος εις τον
αγώνα τούτον προσέρχονται. Γέρων τις ορίζει το σημείον, εξ ου άρχονται, δίδει
το σύνθημα και οι αγωνισταί άρχονται πηδώντες δις επί ενός ποδός, την τρίτην
φοράν ίστανται επί των δύο ποδών· ο γέρων σημειοί το μέρος, εις ο έφθασαν. Ο
πηδήσας την μεγίστην απόστασιν την οποίαν δεν θα δυνηθώσιν οι άλλοι μετά ικανήν
δοκιμασίαν να υπερβώσιν, επευφημείται και δακτυλοδεικτείται παρ’ όλου του
πλήθους.
Μετά το άλμα αγωνίζονται εις τον δίσκον. Λαμβάνουσι
πέτραν συνήθως στρογγύλην βάρους 6-8 οκάδων, ην από ωρισμένου σημείου ρίπτουσι,
κρατούντες αυτήν επί της δεξιάς χειρός· γέρων τις σημειοί τας αποστάσεις·
εκείνος δε, όστις θα ρίψη τον δίσκον εις πολύ μεγάλην απόστασιν, την οποίαν δεν
δύνανται πλέον άλλοι να φθάσωσιν, επευφημείται παρά του πλήθους. Σημειωτέον δε
κατά το άλμα, τον δίσκον και την πάλην άρχονται αγωνιζόμενοι από τους
νεωτέρους.
Τελεσθέντων των αγώνων τούτων, γέρων τις διατάσσει τα της
επιστροφής· προπορεύονται οι αριστεύσαντες, ο μεν σκοπευτής έχων εστεφανωμένον
το πυροβόλον του δι’ ευθαλών κλάδων θάμνου τινός, ομοίως και ο ιππεύς τον ίππον
του· ο δε εν τω δρόμω βραβευθείς φέρει τον παχύν αμνόν επί των ώμων,
συμπορευομένου και του εν τω άλματι αριστεύσαντος· είτα δεξιά μεν πορεύονται αι
λευχειμονούσαι παρθένοι άδουσαι διάφορα εγχώρια άσματα, αριστερά δε οι νέοι,
και όπισθεν αυτών άπαν το πλήθος.
Φθάντες δε εις την πλατείαν της κωμοπόλεως τοποθετούνται
άπαντες καθήμενοι επί της γης κυκλοτερώς. Εν τω μέσω αφίεται ικανός κυκλικός
χώρος διά τους παλαιστάς· ούτοι ίστανται εις ορισθέν τι μέρος, όντες έτοιμοι
όπως κατά την σειράν των αγωνισθώσιν· ουδείς δε γνωρίζει μετά τίνος θ’
αγωνισθή. Γίνεται δε η πάλη ως εξής. Εν πρώτοις εξέρχεται εν ζεύγος εκ των
νεωτέρων παλαιστών. Είναι γυμνοί, καλύπτουσι δε τα κρύφια μέρη ως οι
κολυμβηταί, αλλά διά δερματίνου καλύμματος και αλείφονται δι’ ελαίου·
εισέρχονται εις το μέσον και δεξιούνται· δεξιωθέντες δε αποχωρίζονται
λαμβάνοντες έκαστος αντίθετον διεύθυνσιν, και περιδιαβάζουσι κυκλικώς,
ποιούντες διαφόρους ελιγμούς και κραυγάζοντες όπως αρυσθώσι θάρρος πλειότερον.
Ενίοτε ο εις ιστάμενος κροτεί τας χείρας του· ο έτερος ευθύς ποιεί το αυτό·
διευθύνονται εκάτερος προς τον άλλον, ποιούντες συνάμα διαφόρους ελιγμούς·
πλησιάζουσιν αλλήλους, θωπεύονται όπως απατήση ο εις τον άλλον, ορμώσιν
εναντίον αλλήλων, και όταν κατορθώση ο εις να καταβάλη τον άλλον, τότε
ανίσταται ο ηττηθείς και υψοί διά των χειρών του τον νικητήν εις ένδειξιν
τιμής. Ο νικητής επευφημείται παρά του πλήθους· ο δε ηττηθείς ενδύεται· είτα
εξέρχεται άλλος ικανώτερος όπως παλαίση μετά του νικητού· ούτως δε προβαίνουσι
μέχρι των δύο τελευταίων ισχυροτέρων και εμπειροτέρων. Ούτοι ποιούσι
πλειοτέρους γύρους, διάφορα παιγνίδια και ελιγμούς. Εις τον νικητήν δίδεται
κριός μέγας και παχύς εστεφανωμένος διά διαφόρων ευθαλών κλάδων.
Ούτω δε διαλύεται περί την 3 μετά μεσημβρίαν η πανήγυρις,
πορευομένου εκάστου μετά των οικείων και φίλων εις τον οίκον του και
αποκομίζοντος τας διαφόρους εντυπώσεις. Αφού δε φάγωσι και διασκεδάσωσιν,
εξέρχονται πάντες εις την πλατείαν και χορεύουσι τον εγχώριον χορόν άνδρες ομού
και γυναίκες· μετά το πέρας του χορού πορεύεται έκαστος πάλιν εις τα ίδια μετά
των συγγενών και φίλων και διασκεδάζουσι πάντες καθ’ όλην την νύκτα».
____________________________________
* Από την έρευνα «Οι Σέρρες και οι Σερραίοι μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων», τόμος Α΄, σελίδες 303-305
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου