Κατά καιρούς, οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης φιλοξένησαν αφιερώματα ή
διάφορες ενδιαφέρουσες ειδήσεις –πέρα από αποδράσεις ή απόπειρες απόδρασης
κρατουμένων– από το χώρο των φυλακών Σερρών, εκεί όπου σήμερα στεγάζονται τα
Δικαστήρια της πόλης. Ξεφεύγω λίγο από το κυρίως αντικείμενο αυτού του βιβλίου,
που είναι η καταγραφή συμβάντων περισσότερο δικηγορικού ενδιαφέροντος, όμως
νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να σταχυολογηθούν ενδεικτικά κάποιες ειδήσεις και
αφιερώματα γύρω από τις φυλακές, αν μη τι άλλο ως φόρος τιμής στην ιστορία του
κτιρίου που σήμερα φιλοξενεί το δικαστικό μέγαρο της πόλης, ενώ εκείνα τα
χρόνια στέγαζε κρατούμενους και υποδίκους.
► Στις 29 Μαρτίου 1920 «άπαντες οι
κρατούμενοι» των φυλακών φέρονταν να είχαν υπογράψει επιστολή, η οποία
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Φως
της Θεσσαλονίκης δυο μέρες αργότερα, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο είχαν
γιορτάσει την Ανάσταση μέσα στις φυλακές: Τη θεία λειτουργία είχε τελέσει ο
επιτετραμμένος ιερέας των φυλακών, ο οποίος εδέησε υπέρ της ταχείας απελευθέρωσης
όλων των κρατουμένων, ενώ τον πανηγυρικό λόγο της Ανάστασης εκφώνησε ο «διδάκτωρ της νομικής τέως ερμηνεύς του
Α.Ε.Ε.» Ανέστης Μουτεβελής, ο οποίος παράλληλα έπλεξε και το εγκώμιο του
πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Από την τελετή δεν έλειψαν και τα κόκκινα
αβγά, τα οποία διανεμήθηκαν σε όλους τους υπόδικους και τους κατάδικους με
πρωτοβουλία του εισαγγελέα Σερρών, Φωτίου Κριτσέλη.
Γενικά φαίνεται ότι το Πάσχα γιορταζόταν τακτικά στις φυλακές με
πρωτοβουλία είτε του μητροπολίτη Σερρών είτε κάποιου φιλανθρωπικού σωματείου.
Για παράδειγμα, γράφτηκε στον τύπο ότι εν όψει του Πάσχα του 1925 η φιλόπτωχος
αδελφότητα κυριών «Εμμέλεια» είχε συγκεντρώσει 2.200 δρχ. και αρκετά ρούχα υπέρ
των κρατουμένων, στους οποίους υποσχέθηκε επιπλέον ένα διαφορετικό εορτασμό με
κόκκινα αβγά και ψητό αρνί!
Κάποια χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1928, κρατούμενοι μαζί με το
Ορφανοτροφείο Θηλέων έψαλαν επιτάφιους θρήνους στο παρεκκλήσι της φυλακής τη
Μεγάλη Παρασκευή και από το πρωί της Κυριακής του Πάσχα οι δικαστές και ο
εισαγγελέας του Πρωτοδικείου Σερρών, αλλά και εκπρόσωποι διαφόρων συλλόγων και
σωματείων γιόρτασαν τη Λαμπρή μαζί με τους κρατούμενους, στους οποίους έδωσαν
διάφορα δώρα, ψωμιά, αβγά κλπ.
► Στις 05.07.1925 ο ανταποκριτής της εβδομαδιαίας αθηναϊκής εφημερίδας Εξέλσιορ μετέφερε «τας απείρους ευχαριστίας» των κρατουμένων προς τον «γενναιόψυχο» εισαγγελέα Πατσουρίδη, το
σύλλογο κυριών και ολόκληρη τη σερραϊκή
κοινωνία με αφορμή μια ευεργετική θεατρική παράσταση, οι εισπράξεις της οποίας
φέρονταν να είχαν χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους.
► Στις 20 Μαρτίου 1927 στις φυλακές εγκαινιάστηκε ο ναός του Αγίου
Ελευθερίου μετά από άοκνες προσπάθειες της Αγγελικής Σχοινά. Μ’ αυτήν την
αφορμή, εκπρόσωπος των υποδίκων των φυλακών Σερρών ευχαρίστησε δημόσια –μέσω
της εφημερίδας Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος–
μια σειρά προσώπων, όπως τον εισαγγελέα Σ. Πατσουρίδη, το νομάρχη Πιστολάκη,
την πρόεδρο και μέλη του συλλόγου δεσποινίδων, καθώς και τη Φραξούλα Σταμούλη,
γνωστή και ως «μάνα» της φυλακής.
Χάρη στη Φραξούλα Σταμούλη γινόταν κάθε Κυριακή –ενίοτε και μέσα στην
εβδομάδα– χορήγηση συσσιτίου στους κρατουμένους, συλλογή και διανομή ειδών
ρουχισμού, σαπουνιών και ξύλων για την ατομική τους καθαριότητα.
Εξάλλου κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου Ελευθερίου ο μητροπολίτης
χοροστατούσε στη θεία λειτουργία παρουσία των δικαστικών λειτουργών,
αντιπροσωπείας του Δικηγορικού Συλλόγου, δημοσίων υπαλλήλων απ’ όλους τους
κλάδους, των προεδρείων φιλανθρωπικών σωματείων κλπ.
………………………….
Πόσο καλές ήταν όμως οι συνθήκες διαβίωση των κρατουμένων;
Στον Ταχυδρόμο Βορείου Ελλάδος
της 27.06.1923, ο ανταποκριτής της εφημερίδας με το ψευδώνυμο Ζ. μετέφερε μια
απογοητευτική εικόνα από την κατάσταση των φυλακών. Θαύμαζε βέβαια την
εντυπωσιακή εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου, όμως αυτή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση
με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό του. Έγραφε:
«Ο δια πρώτην φοράν ερχόμενος εις την πόλιν μας θα αντικρύση εν
μεγαλοπρεπέστατον κτίριον επί της οδού του Σταθμού τριώροφον, με μαρμαρίνην
σκάλα, με καλλιτεχνικά αετώματα. Είναι αι φυλακαί της πόλεως. Ευθύς πας τις θα
σχηματίση την γνώμην ότι οι Σερραίοι είνε φιλάνθρωποι διά να διατηρούν τα
δύσμοιρα αυτά συντρίμματα της κοινωνίας εις τοιούτον κτίριον και εις τοιαύτα
ευάερα και ευρύχωρα διαμερίσματα. Αλλά εάν παρατηρήση περισσότερον θα ίδη με
έκπληξίν του ότι το κτίριον φαίνεται ακατοίκητον, δεν βλέπει τις ειμή τους
φρουρούς στρατιώτας και τότε θα υποθέση ότι εις την πόλιν των Σερρών δεν
υπάρχουν κατάδικοι. Οποία όμως απάτη! Εάν θελήση να διεισδύση εντός τότε θα ίδη
μέσα εις υπόγεια και καταβόθρας εκτυλισσόμενον εν στυγερόν έγκλημα το οποίον
διαπράττεται υπ’ αυτής της κοινωνίας εις βάρος εκείνων εκ των μελών της, άτινα
έτυχον του μικροτέρου κλήρου εις τον καταμερισμόν των αγαθών. Θα ίδη σωρηδόν
ερριμένας ατυχείς υπάρξεις μέσα εις ζοφεράν κόλασιν, θα ίδη εκεί
αντικαθιστάμενον εις την θέσιν του εγκλήματος του ενόχου το έγκλημα της
κοινωνίας, θα ίδη τον ένοχον μεταβαλλόμενον εις θύμα. Εντός 5 διαμερισμάτων
φωτιζομένων διά μιας στενής οπής θα ίδη βιούσας υπέρ τας 200 ανθρωπίνας
υπάρξεις. Ουδείς δύναται και εξ ικανής εισέτι αποστάσεως να πλησιάση την αγρίαν
εκείνην τρώγλην εκ της φοβεράς δυσοσμίας ήτις εκπέμπεται. Και εντός ταύτης δεν
φθείρεται μόνον η υγεία των δυστυχών αυτών αλλά και η ψυχή αυτών διότι το
χαρακτηριστικόν των τοιαύτης φύσεως βασάνων είναι ότι μεταμορφώνουσι τον
άνθρωπον εις θηρίον φοβερόν ανήμερον.
Αυτά είναι τα σωφρονιστήρια της πολιτείας. Και ταύτα καθ’
ην στιγμήν τελειότατα δωμάτια ευρίσκονται κενά μη έχοντα ανάγκην ή ελαχίστης
επισκευής.»
Αισθητά βελτιωμένη παρουσιαζόταν η κατάσταση τέσσερα χρόνια αργότερα,
σύμφωνα τουλάχιστον με τον απολογισμό του διευθυντή των φυλακών, Τίτου
Μερκατάκη, στα πλαίσια ανάλογου αφιερώματος της εφημερίδας Μακεδονίας στις 20.09.1927, όπου μάλιστα το κτίριο των φυλακών
εγκωμιαζόταν ως «το ωραιότερον και το
μεγαλείτερον τουρκικόν κτίριον εν τη Ανατολική Μακεδονία».
Σ’ ό,τι αφορά τον Τίτο Μερκατάκη, ο τότε διευθυντής των φυλακών καυχόταν:
«Ότε παρέλαβον την διεύθυνσιν των φυλακών τούτων, τον Δεκέμβριον του
1926, εύρον μίαν αξιοθρήνητον κατάστασιν. Η θέσις των κρατουμένων ήτο
απελπιστική. Υπέρ τους 90 εξ αυτών εκρατούντο εντός πέντε θαλάμων, οι οποίοι
ήσαν τελείως κατεστραμμένοι. Τα δάπεδα κατερρειπωμένα, μόλις καλύπτοντα
ολοκλήρους υπονόμους, έργα των κατά περιόδους μηχανευομένων αποδράσεις. Εις
τους τοίχους υπήρχον οπαί και ανοίγματα εις την οροφήν, κάθε άλλο παρά φυλακαί
ηδύναντο ν’ αποκληθούν οι θάλαμοι αυτοί.
Η δυσοσμία δεν περιεγράφετο. Εστία νοσογόνος είχεν
καταστεί. Έλλειπε και η πλέον στοιχειώδης επιτήρησις. Κοπρώνες και χωνευτήρια
διαφόρων απορριμμάτων. Δεν προσθέτω εις την ελεεινότητα αυτήν τας κλοπάς αι
οποίαι διεπράττοντο και τας εκμεταλλεύσεις αι οποίαι διενεργούντο μεταξύ των
κρατουμένων, μεταξύ των οποίων είχον συσταθεί διάφοροι χασισοποτικαί ομάδες. Επί
έτος και πλέον ο ιερεύς δεν είχεν πατήσει το έδαφος των φυλακών, η δε
στοιχειώδης ιατρική επίσκεψις ήτο άγνωστος εις τους κρατουμένους. Ασθενείς
κρατούμενοι κατέκειντο μέσα εις τους βρωμερούς θαλάμους, χωρίς καμμίαν
περίθαλψιν ή συναντίληψιν. Η δημιουργία πυρήνος εργασίας, ουδενός την σκέψιν
απησχόλησε ποτέ, λόγω του ότι αι φυλακαί επί σειράν ετών δεν διηυθύνοντο από
υπαλλήλους της υπηρεσίας των φυλακών, αλλ’ από άλλους κρατικούς υπαλλήλους,
μηδεμίαν σχέσιν έχοντας με την ειδικήν και δυσχερή υπηρεσίαν των φυλακών.
Ενώπιον τοιαύτης αξιοθρηνήτου καταστάσεως ευρεθείς,
φαντάζεσθε πόσας δυσχερείας αντιμετώπισα διά να κατωρθώσω μίαν βελτίωσιν. Πρώτη
μου σκέψις ήτο να επιδιώξω την ενίσχυσιν του ανορθωτικού έργου των φυλακών διά
των ενταύθα φιλανθρωπικών σωματείων.
Κατόπιν συνεννοήσεώς μου μετά του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου, προς τον οποίον υπέμνησα καταλλήλως την εκ σχετικού διατάγματος
απορρέουσαν δικαιοδοσίαν του ως πρωτεύοντος μέλους της ειδικής εφορευτικής
επιτροπής των φυλακών και κατόπιν των δεουσών ενεργειών επετεύχθη η παραχώρησις
ενός διαμερίσματος εις το ενταύθα στρατιωτικόν νοσοκομείον, προς νοσηλείαν των
ασθενούντων κρατουμένων. Κατωρθώθη επίσης να υποδαυλισθή το ενδιαφέρον ιατρών
της πόλεώς μας υπέρ των φυλακών, οι οποίοι ωργάνωσαν μίαν τακτικήν υγειονομικήν
υπηρεσίαν. Δεν ηδραίωσαν ούτε τα φιλανθρωπικά σωματεία, τα οποία συνέστησαν διά
μηνιαίων εράνων και εισφορών τακτικά συσσίτια υπέρ των κρατουμένων, δις και
τρις της εβδομάδος και τα οποία διένειμον ενδύματα και υποδήματα εις τους
απόρους. Η καθαριότης εννοείται, επεβλήθη εκ των πρώτων υπό την αυστηροτέραν
της μορφήν.
Κατόπιν της διορθώσεως των κακώς κειμένων, εσκέφθημεν
κατά πόσον θα ήτο εύκολος και η δημιουργία εργασίας εντός του καταστήματος των
φυλακών. Διά της ιδίας προσπαθείας, την οποίαν κατέβαλλον πάντες, κατωρθώσαμεν
και συνεκροτήσαμεν το πρώτον συνεργείον υποδηματοποιίας, το οποίον τώρα
απασχολεί δέκα πέντε εργάτας. Εις το συνεργείον τούτο επισκευάζονται τα
υποδήματα των τροφίμων των ενταύθα ορφανοτροφείων. Ιδρύσαμεν επίσης συνεργεία
χορτοπλεκτικής, εις το οποίον απασχολούνται υπέρ τους δέκα πέντε εργάτας. Ως
αρχιτεχνίτας των δύο συνεργείων εχρησιμοποιήσαμεν υπαλλήλους των ορφανοτροφείων
και διδασκαλίσσας της χειροτεχνίας.
Δεν παρελείψαμεν κατόπιν τούτων να ιδρύσωμεν παρεκκλήσια
εντός των φυλακών διά την εκτέλεσιν των θρησκευτικών καθηκόντων των
κρατουμένων. Τα παρεκκλήσια ταύτα με όλην την άλλην εργατικήν κίνησιν των
κρατουμένων, ήρχισε να παρατηρείται μία κάποια ηθική των εξυγίανσις, έκδηλος δε
είναι η επίδρασις επί της ψυχοσυνθέσεώς των, μετά την μεταβολήν αυτήν εις το
κυρίως μέγα κτίριον το οποίον πληροί πάντας τους όρους της υγιεινής.
Τα αποτελέσματα της ανορθωτικής αυτής εργασίας των
φυλακών κατέστησαν ταχύτατα αντιληπτά παρά τη ενταύθα κοινωνία, η οποία είναι
ενθουσιασμένη με το ενδιαφέρον των υπέρ των φυλακών εργαζομένων.
Αλλά δεν ηρκέσθημεν εις μόνα τ’ ανωτέρω μέτρα. Ιδρύσαμεν
και σχολεία των φυλακών, όπου φοιτούν οι αγράμματοι κρατούμενοι. Εις το
σχολείον τούτο διδάσκουν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, ο Αρχιμανδρίτης κ.
Σινέσιος, ο διευθυντής του ορφανοτροφείου Αρρένων κ. Κατσούφρης και τινες
δημοδιδάσκαλοι.»
Άλλος ένας έπαινος για το έργο του Τίτου Μερκατάκη σ’ ένα ακόμη αφιέρωμα
στις επανορθωτικές φυλακές των Σερρών, αυτήν τη φορά στο Φως της 15.04.1928:
«Είνε ένας πατρικός διευθυντής,
που ακούει τα παράπονα, τα αιτήματα και τους πόνους των φυλακισμένων του,
οποιανδήποτε ώραν και στιγμήν και συντείνει με την καλοσύνην του και [το]
εξαιρετικόν σύστημά του να εμφυσά καλοσύνην, φιλοπονίαν και ιλάρυνσιν και εις
τας πλέον εσκληρημμένας ψυχάς των κρατουμένων, επιβάλλων ούτω εις αυτόν την
επανορθωτικήν διάπλασιν και ηθικοποίησιν», έγραφε ο δημοσιογράφος Δημοσθ.
Κρεστενίτης.
Εκείνη την περίοδο οι φυλακές φιλοξενούσαν περισσότερους από 100
κρατουμένους, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για αδικήματα, όπως κλοπές,
διαρρήξεις, τραυματισμούς κλπ. Διέθεταν μηχανουργείο και ξυλουργικό εργαστήριο,
όπου οι φυλακισμένοι εργάζονταν και μάθαιναν τέχνες που θα τους χρησίμευαν μετά
την έκτιση της ποινή τους.
Στον ίδιο χώρο στεγάζονταν και γυναικείες φυλακές, όμως οι κρατούμενες
ήταν αυστηρά απομονωμένες από τους άνδρες.
……………………………………
Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης, ας κρατήσουμε όμως και μια επιστολή
κρατουμένου στο Ριζοσπάστη το
Φεβρουάριο του 1930. Δεν έχει καμία σχέση με παλιότερες επιστολές κρατουμένων
προς αστικές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, γεμάτες επαίνους για τους δικαστικούς
λειτουργούς και τις όποιες φιλανθρωπίες. Η εικόνα, όπως μεταφέρθηκε εν
προκειμένω, προσιδίαζε σ’ ένα καθεστώς ανομίας και πλήρους απαξίωσης της
ανθρώπινης ύπαρξης. Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα, παραλείποντας μόνο όσα
περιείχαν ονομαστικές κατηγορίες κατά συγκεκριμένων ατόμων από το προσωπικό των
φυλακών, καταγγελίες που δεν μπορούν να επαληθευθούν από άλλη πηγή:
«Μέσα στις φυλακές Σερρών υπάρχει τέτοια βρώμα που κι αυτά τα γουρούνια
δεν είνε δυνατόν να ζήσουν. Η αυλή είναι γεμάτη από βρώμα. Εκχειλίζουν σ’ αυτή
τα αποχωρητήρια και καθιστούν αδύνατον όχι τον περίπατο μα ούτε και την
παραμονή των φυλακισμένων. Τα νερά της βρύσης εκχειλίζουν και γίνεται λίμνη
ολόκληρη η αυλή. Μόλις ανεβαίνεις τις σκάλες δεξιά και αριστερά βρώμες και
φτυσίματα κολλημένα στους τοίχους. Οι θάλαμοι επίσης γεμάτοι απ’ ό,τι βρώμα
φαντάζεται κανείς. Άρρωστοι, φυματικοί, όλοι ανακατεμένοι, καμμιά τάξη στην
καθαριότητα. Τα ναρκωτικά είδη, χασίς, οινοπνεύματα και ό,τι άλλο ναρκωτικό
είνε συνηθέστατα. [...]
Μόλις θα μπη ο φυλακισμένος θα του ληστέψουν 7 δραχ. για
αίτηση, λέγει, για να του δίδουν ψωμί, αυτές παίρνουνται και απ’ τους
χρεωφειλέτες, που δεν παίρνουν ψωμί. Επίσης του γίνεται έρευνα, του κατάσχονται
τα λεφτά και του δίνεται μια απόδειξη. Όταν ζητάν οι φυλακισμένοι τα λεφτά τους
πότε δεν τους δίδουν και πότε τους δίνουν 10 ή 25 δραχ. από 200 ή 300 δραχ. που
έχουν καταθέσει. [...] Υπάρχουν κρεββάτια που ενοικιάζουνται αντί 100 ή 150
δραχ. Άμα μπει κανένας φυλακισμένος για χρέος και πρόκειται να πληρώσει ο
φύλακας παίρνει τη μίντζα του.
Το παντοπωλείον τώχει η σπείρα αυτή και πουλάει διπλάσια
από την αγορά, λάδι 48 δραχ. την οκά, στην αγορά έχει 28, πατάτες 4 δραχ. έξω
1, φασόλια σάπια 30 δραχ. έξω 15, κάρβουνα βρεγμένα 50% 4,50 δρ. έξω 3 τα καλά
και ούτω καθεξής.
Μπροστά στην κατάσταση αυτή είμασταν υποχρεωμένοι να
καταγγείλουμε τα αίσχη αυτά στον εισαγγελέα και τον Νομάρχη να απομακρύνουν
αυτούς απ’ τη φυλακή και να προβούν σ’ ανακρίσεις για να ανακαλυφθούν και
μεγαλύτερα αίσχη. Ο εκβιασμός ακόμη του Κιρκασίου Μ. Ασκάρ Τζημάλ που του πήραν
με τη βία 1325 δραχ., το πούλημα των εργαλείων του συνεργείου, οι πλαστογραφίες
και υπεξαιρέσεις που κατήγγειλεν ο άλλοτε φυλακισμένος Λαμάρας κλπ. Προ ημερών
οι τραμπούκοι αυτοί έθεσαν σ’ ενέργεια τα τρομοκρατικά μέτρα. Κατέβασαν διά της
βίας τον σ. Λυμπερόπουλον στην εκκλησιά ενώ ήταν άρρωστος, τούδωσαν μια δραχμή
και τραβώντας τον έστειλαν να ανάψει ένα κερί. Ο σ. εζήτησε να του εξηγήσουν τι
θέλουν με την πρόκληση αυτή και αμέσως τον άρπαξαν και τον βάλανε μέσα στο
μπουντρούμι για 10 ημέρες. Την άλλη μέρα κάλεσαν στο γραφείο τον φυλακισμένο
Βασιλειάδη. Τον χτύπησαν και τον απείλησαν με το πιστόλι. Οι φυλακισμένοι
ύστερα από τους δαρμούς του φυλακισμένου αυτού διαμαρτυρήθηκαν, έκανε
ανακρίσεις ο εισαγγελέας μα δε βαρυέσαι.
Κατόπιν έστησαν την εξής μηχανή. Μάζεψαν τους χασικλήδες
όλους και άρχισαν να μαζεύουν υπογραφές ότι οι μπολσεβίκοι θέλουν να μας
στείλουν εξορία σ’ άλλη φυλακή και ότι θέλουν να χαλάσουν την εκκλησία, την
οικογένεια κλπ. και να ζητούν εντός 24ώρου να μας εξορίσουν και τόσες άλλες
απειλές, αλλά κι αυτά δεν έπιασαν. Οπότε άρχισαν τις ραδιουργίες και μετά
παρέλευση ενός μηνός εδέησε να δικασθή ο παλληκαράς ύστερα από την πίεσή μας
για μια υπόθεση για έξη μήνες και να απομακρυνθή απ’ τη φυλακή ο ντερβέναγας
της φυλακής, να μην ενοικιάζουνται τα κρεββάτια, μας φέρανε πτυελοδοχεία,
κάμανε λουτρά για τους φυλακισμένους, έπαυσε η τρομοκρατία, το μπουντρούμι,
στάλθηκαν οι άρρωστοι στο νοσοκομείο κλπ.»
► Στις 24 Μαρτίου 1930 οι κρατούμενοι των φυλακών κήρυξαν απεργία
πείνας. Συγκέντρωσαν τα τρόφιμα στο προαύλιο της φυλακής και εξέλεξαν επιτροπή,
η οποία συναντήθηκε με το διευθυντή των φυλακών, από τον οποίο ζήτησαν τη
χορήγηση χαρίτων. Όλη τη μέρα οι κρατούμενοι παρέμειναν ξαπλωμένοι στα δωμάτιά
τους και αρνήθηκαν να σιτιστούν, ενώ εμφανίζονταν έτοιμοι να συνεχίσουν την
απεργία μέχρι την αποδοχή των αιτημάτων τους. Αυτή η κίνηση ωστόσο δεν ήταν
αυτοτελής, αλλά ερχόταν σε συνέχεια αντίστοιχων απεργιών πείνας με παρόμοια
αιτήματα, που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη στις φυλακές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης,
όμως δεν είχαν συνέχεια.
► Τις κακές συνθήκες υγιεινής και το έλλειμα επαρκούς ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης στις φυλακές των Σερρών έθιγε μια ανταπόκριση στα Μακεδονικά Νέα της 05.02.1933: «Διεπιστώθη ότι οι περισσότεροι των
κρατουμένων εις τας ποινικάς φυλακάς υποφέρουν εξ ελονοσίας κακοήθους μορφής.
Δεδομένου ότι δεν χορηγείται εις τούτους τροφή, αλλ’ ημίσεια οκά άρτου μόνον
ημερησίως και ότι και κινίνη δεν δίδεται επαρκής, εύκολον είνε να φαντασθή
κανείς εάν θα θεραπευθούν ποτέ.».
Εξάλλου σχεδόν ένα χρόνο αργότερα (25.01.1934), ακόμη και η
φιλοκυβερνητική σερραϊκή εφημερίδα Η
Πρόοδος επισήμανε την ανάγκη πρόσληψης γιατρού στις ποινικές φυλακές των Σερρών
και σχολίαζε: «Δεν νομίζομεν ότι θα
πτωχεύση το δημόσιον ταμείο διά της προσλήψεως εις την κρατικήν ταύτην
υπηρεσίαν ιατρού, αμοιβομένου μάλιστα ως γνωστόν, αντί 600 δραχμών μηνιαίως».
► Αντίθετα, μια ειδυλλιακή εικόνα μετέφερε ο ανταποκριτής του Φωτός Πάνος Πιέρρος σ’ ένα αφιέρωμα στις
φυλακές των Σερρών στις 06.01.1935. Όλα παρουσιάζονταν τέλεια οργανωμένα και
αξιοζήλευτα, ο δε διευθυντής των φυλακών Σωτηριάδης, ο αρχιφύλακας Ζούνης και ο
εισαγγελέας Κωνσταντινίδης παρομοιάζονταν με πατερούληδες, οι οποίοι φρόντιζαν
να είναι όλα τέλεια για τους τρόφιμους του ιδρύματος, οι τελευταίοι δε με τη
σειρά τους εμφανίζονταν ευγνώμονες απέναντί τους.
► Όλα αυτά τα εξόχως κολακευτικά αφιερώματα, που κατά καιρούς
φιλοξενούνταν σε μερίδα του τύπου της Θεσσαλονίκης, είχαν οπωσδήποτε μια δόση
υπερβολής και παρουσίαζαν μάλλον μονόπλευρα την κατάσταση που επικρατούσε στις
φυλακές των Σερρών, εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι οι εναλλαγές των συνθηκών
διαβίωσης των κρατουμένων ήταν τόσο μεγάλες ώστε τη μια χρονιά οι τρόφιμοι να
υποφέρουν από ελονοσία, έλλειψη φαγητού, διακίνηση χασίς και κακομεταχείριση
από το προσωπικό, και ως διά μαγείας όλα αυτά να εξαφανίζονται τελείως ένα-δυο
χρόνια αργότερα. Όπως και νά χει, από ένα αφιέρωμα στο Φως της 06.01.1935 στέκομαι
στις περιγραφές του χώρου των φυλακών –τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό
του κτιρίου– αλλά και στο σχόλιο ότι το κτίριο αυτό θα μπορούσε να στεγάσει τα
δικαστήρια της πόλης:
«Εις το κεντρικώτερον σημείον της πόλεως Σερρών και επί της μεγάλης
λεωφόρου της αγούσης εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν προβάλλει επιβλητικόν εν
ωραιότατον μέγαρον. Όταν διά πρώτην φοράν κανείς επισκέπτεται τας Σέρρας
νομίζει ασφαλώς ότι εις το μέγαρον αυτό θα είνε εγκατεστημένη η νομαρχία ή άλλη
τις ανωτέρα δημοσία αρχή.
Εν τούτοις. Εις το ωραίον αυτό κτίριον είνε
εγκατεστημέναι αι φυλακαί. Πολλοί απορούν ότι εις το πλέον κεντρικόν σημείον
της πόλεως και εν κτίριον τόσον επιβλητικόν και τόσον θαυμάσιον, όπου ηδύνατο
να εγκατασταθούν θαυμασίως τα δικαστήρια ή άλλη τις αρχή, χρησιμοποιείται ως
φυλακή. Οι απορούντες δεν έχουν δίκαιον.
Εκεί ένθα σήμερον το κτίριον των φυλακών, άλλοτε προ της
εφαρμογής του σχεδίου πόλεως και προ της ανεγέρσεως των μεγάλων και εκτεταμένων
προσφυγικών συν/σμών ήτο το ακρότατον σημείον των Σερρών. Αλλά και από απόψεως
υγιεινής και εφαρμογής των νέων σωφρωνιστικών μεθόδων δεν επιτρέπεται η
μετακίνησις των φυλακών και κατά συνέπειαν η μεταγωγή των φυλακισμένων εις άλλο
κτίριον.
Εισερχόμεθα εις τας φυλακάς. Ο διευθυντής αυτών κ.
Σωτηριάδης μετά του αρχιφύλακος κ. Ζούνη μας υποδέχονται προθυμότατα και
τίθενται εις την διάθεσίν μας διά πάσαν πληροφορίαν. Αφού εθαυμάσαμεν την τάξιν
η οποία παρατηρείται εις τα γραφεία της διευθύνσεως, εισήλθομεν εις το
προαύλιον των φυλακών. Γύρω του είνε εγκατεστημένα διάφορα συνεργεία, εις τα
οποία εργάζονται οι φυλακισμένοι.
Τόσον εις το προαύλιον, όσον και εις τα δωμάτια των
συνεργείων επικρατεί πλήρης τάξις και παραδειγματική καθαριότης. Εις το
βορειοδυτικόν μέρος του προαυλίου έχει ανεγερθεί εκκλησία αφιερωμένη εις τον
προστάτην των εγκαθείρκτων άγιον Ελευθέριον. Κατ’ έτος εις την εκκλησίαν αυτήν
και κατά την ημέραν της μνήμης του αγίου τελείται μεγάλη λειτουργία, εις την
οποίαν παρίστανται άπασαι αι δικαστικαί αρχαί, οι προϊστάμενοι των δημοσίων
υπηρεσιών, αι στρατιωτικαί αρχαί, τα προεδρεία των εμποροεπαγγελματικών
οργανώσεων της πόλεως, οι φιλάνθρωποι Σερρών και αρκετόν πλήθος κόσμου.
Κατά την ημέραν αυτήν δίδεται πλουσιώτατον συσσίτιον εις
τους φυλακισμένους και γίνεται και έρανος εκ του οποίου προέρχεται εν
οπωσδήποτε σημαντικόν ποσόν, διά τας ανάγκας των κρατουμένων.
Ανερχόμεθα εις το άνω πάτωμα του πρώτου και μεγάλου
κτιρίου των φυλακών. Εις δωμάτια ευήλια και ευάερα, πληρούντα όλους τους όρους
της υγιεινής και της καλής διαμονής, είνε εγκατεστημένοι οι κοιτώνες των
κρατουμένων. Οι υποδικοκατάδικοι κοιμούνται εις κρεββάτια σιδηρά και ωραία με
στρώματα και κουβέρτες. Όλα αυτά είνε κτήμα των φυλακών. Κάθε κρατούμενος έχει
το κρεββάτι του.
Τα δωμάτια είνε ηλεκτροφώτιστα και θερμαίνονται τακτικά.
Η καθαριότης και η τάξις, είνε παροιμιώδεις. Νομίζει κανείς ότι εισέρχεται εις
δωμάτια ξενοδοχείου. Δι’ αυτόν δε τον λόγον δεν δύναται να τα αποκαλέση κελλία
φυλακισμένων [...]».
► Σε μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη, οι σκέψεις για μεταφορά των φυλακών ήταν
η αφορμή για συνάντηση του νομάρχη Σερρών, Νικόλαου Καλτεζιώτη, με τον υπουργό
Δικαιοσύνης Άγη Ταμπακόπουλο στη Θεσσαλονίκη περί τα μέσα Απριλίου 1940. Ο
νομάρχης έθεσε το ζήτημα της ανέγερσης νέων φυλακών και με τη σειρά του ο
υπουργός έδωσε εντολή να εξευρεθεί το κατάλληλο οικόπεδο, σύμφωνα με δημοσίευμα
του Σερραϊκού Βήματος στις
21.04.1940.
Οι δραματικές πολεμικές εξελίξεις των επόμενων μηνών και οι ανατροπές
που ακολούθησαν, δεν επέτρεψαν την ευόδωση ενός τέτοιου σχεδίου. Οι αλλαγές θα
καθυστερούσαν δυο... δεκαετίες, μέχρι την αλλαγή χρήσης του κτιρίου με τη
μετεγκατάσταση των δικαστηρίων σ’ αυτό τον Ιανουάριο του 1960.